Μια νέα μελέτη του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων αναλύει τις γεωπολιτικές προεκτάσεις της έκτης γενιάς κινητών επικοινωνιών (6G) από την οπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η έκθεση, η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών της Σουηδίας, εξετάζει το τεχνολογικό και στρατηγικό περιεχόμενο του 6G ως μελλοντικής υποδομής υψηλής σημασίας, εντοπίζοντας τα πεδία στα οποία η Ευρώπη διατηρεί συγκριτικό πλεονέκτημα αλλά και εκείνα στα οποία εμφανίζει εξαρτήσεις. Το 6G, αν και βρίσκεται ακόμη σε στάδιο προκαταρκτικού σχεδιασμού, περιγράφεται στη μελέτη ως τεχνολογία που ενδέχεται να μετασχηματίσει ριζικά τη φύση της ψηφιακής συνδεσιμότητας, ενσωματώνοντας τεχνητή νοημοσύνη, τεχνολογίες εκτεταμένης πραγματικότητας, δορυφορικές συνδέσεις και, σε επόμενο στάδιο, κβαντική υπολογιστική.
Η ανάλυση φωτίζει τις πολλαπλές διαστάσεις του 6G από μια ευρωπαϊκή σκοπιά. Η μελέτη επισημαίνει ότι η ΕΕ διατηρεί ισχυρή παρουσία στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, καθώς φιλοξενεί δύο από τους τρεις κυρίαρχους παγκόσμιους κατασκευαστές εξοπλισμού δικτύων πρόσβασης – τις Ericsson και Nokia. Το γεγονός αυτό προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στον ρόλο της Ευρώπης στη μελλοντική τεχνολογική αρχιτεκτονική. Η ανάπτυξη του 6G συνδέεται, σύμφωνα με την έκθεση, με ζητήματα οικονομικής ασφάλειας, κυριαρχίας και διεθνούς επιρροής, καθιστώντας την ενεργή πολιτική στάση της Ένωσης κρίσιμη για τις εξελίξεις.
Στο ιστορικό σκέλος της ανάλυσης, παρουσιάζεται η εξέλιξη των κινητών επικοινωνιών από την πρώτη έως την πέμπτη γενιά, με έμφαση στις αλλαγές που επέφεραν οι τεχνολογικές μεταβάσεις στη γεωοικονομική ισχύ των βασικών διεθνών δρώντων. Από την καθοριστική συμβολή της Ευρώπης στο πρότυπο GSM μέχρι τη δυναμική είσοδο της Huawei κατά την εποχή του 5G, η μελέτη υπογραμμίζει τις μεταβαλλόμενες ισορροπίες. Η ανάπτυξη του 5G σηματοδότησε για πρώτη φορά μια περίοδο έντονου γεωπολιτικού ανταγωνισμού, με τις ΗΠΑ να προχωρούν σε πολιτικές αποκλεισμού κινεζικών τεχνολογιών και την Κίνα να επιδιώκει τη στρατηγική της αυτονόμηση στον τομέα της τεχνολογίας.
Η έκθεση διατυπώνει τρία σενάρια για τη διαμόρφωση της στάσης της ΕΕ απέναντι στο 6G. Αυτά βασίζονται σε τρεις κρίσιμους άξονες: την ένταση της τεχνολογικής αντιπαλότητας ΗΠΑ–Κίνας, το επίπεδο διατλαντικού συντονισμού και τον βαθμό ενδοευρωπαϊκής συνοχής. Στο πρώτο σενάριο, με τίτλο «Ψηφιακή κυριαρχία», η ΕΕ επιλέγει να ενισχύσει την τεχνολογική της αυτονομία, θεσπίζοντας κοινό κανονιστικό πλαίσιο, εναρμονισμένο φάσμα ραδιοσυχνοτήτων και μηχανισμούς οικονομικής ασφάλειας. Οι επενδύσεις εστιάζουν στην έρευνα, στην ανάπτυξη εφαρμογών και στην προστασία των ευρωπαϊκών τεχνολογικών επιχειρήσεων από εξαγορές στρατηγικής σημασίας.
Το δεύτερο σενάριο περιγράφει μια στενή συνεργασία ΕΕ–ΗΠΑ, με κοινή στρατηγική ανάπτυξης και εναρμόνιση στα πρότυπα εμπιστοσύνης. Η Ευρώπη, σε αυτό το πλαίσιο, μετατρέπεται σε ελκυστικό τεχνολογικό εταίρο για χώρες που επιθυμούν να αποφύγουν την εξάρτηση από κινεζικές υποδομές. Η συνεργασία επεκτείνεται στον τομέα της άμυνας, με ενσωμάτωση τεχνολογιών ασφαλούς κρυπτογράφησης, καθώς και στη διασύνδεση επίγειων και δορυφορικών συστημάτων.
Το τρίτο σενάριο σκιαγραφεί μια Ευρώπη χωρίς ενιαία στρατηγική. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη-μέλη ακολουθούν διαφορετικές τεχνολογικές κατευθύνσεις, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της εσωτερικής αγοράς και την καθυστέρηση στην υιοθέτηση του 6G. Οι ασυντόνιστες πολιτικές εμπιστοσύνης και οι αποκλίσεις ως προς τους όρους αξιοπιστίας των τεχνολογικών προμηθευτών οδηγούν σε κατακερματισμό της αγοράς και περιορίζουν την ευρωπαϊκή δυνατότητα επιρροής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η μελέτη αναλύει, επιπλέον, τις στρατηγικές δυνατότητες του 6G στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Τονίζει τη σημασία της τεχνολογίας για εφαρμογές που απαιτούν εξαιρετικά χαμηλό λανθάνοντα χρόνο, διαλειτουργικότητα αισθητήρων και ικανοτήτων επικοινωνίας, καθώς και για την ανάπτυξη αυτόνομων συστημάτων με επιχειρησιακή λειτουργία σε πολλαπλά πεδία. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην ενσωμάτωση των δυνατοτήτων του 6G στις στρατηγικές επικοινωνίες, στην επιτήρηση και στην εφοδιαστική αλυσίδα του σύγχρονου πεδίου μάχης.
Ως προς τις υφιστάμενες εξαρτήσεις, η μελέτη επισημαίνει ότι η Ευρώπη παραμένει εκτεθειμένη τόσο στην Κίνα όσο και στις ΗΠΑ. Οι πρώτες ύλες, οι legacy ημιαγωγοί και οι μπαταρίες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από κινεζικές αλυσίδες εφοδιασμού, ενώ η χρήση αμερικανικών υπηρεσιών cloud, λογισμικού και υποδομών τεχνητής νοημοσύνης δημιουργεί νέες μορφές εξάρτησης. Την ίδια στιγμή, η ευρωπαϊκή συνεισφορά στην αρχιτεκτονική των δικτύων παραμένει θεμελιώδης, καθώς πολλές από τις υπηρεσίες των μεγάλων τεχνολογικών κολοσσών βασίζονται σε ευρωπαϊκής κατασκευής υποδομές.
Η μελέτη καταλήγει σε μια σειρά προτάσεων πολιτικής που μπορούν να εφαρμοστούν ανεξαρτήτως του σεναρίου που τελικά επικρατήσει. Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνεται η ενίσχυση της συμμετοχής της ΕΕ σε οργανισμούς διεθνούς τυποποίησης, η διαμόρφωση κοινής στρατηγικής φάσματος και χρονοδιαγράμματος για την ανάπτυξη του 6G, η ευθυγράμμιση της πολιτικής ανταγωνισμού με τους στρατηγικούς στόχους της τεχνολογικής κυριαρχίας, η δημιουργία προηγμένων υποδομών δοκιμών και η ενίσχυση των μηχανισμών οικονομικής ασφάλειας.
Η περίοδος έως το 2030 θεωρείται καθοριστική για την τελική διαμόρφωση των προτύπων, των τεχνικών χαρακτηριστικών και των αγορών που θα πλαισιώσουν την έκτη γενιά συνδεσιμότητας. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν εντός αυτού του χρονικού πλαισίου αναμένεται να επηρεάσουν καίρια τη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον αναδυόμενο παγκόσμιο γεωτεχνολογικό καταμερισμό.