Μπροστά σε ένα κοινό από στελέχη επιχειρήσεων και συμβούλους μάνατζμεντ, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, παρουσίασε τη τεχνολογία, την έρευνα και την καινοτομία, καθώς και τον ψηφιακό μετασχηματισμό ως στρατηγικές απαντήσεις σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, αβεβαιότητα και δομικές αλλαγές. Μιλώντας στο επίσημο δείπνο της Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΣΜΑ, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητά της, επενδύοντας συστηματικά σε ψηφιακές τεχνολογίες, ανθρώπινο κεφάλαιο και νέες παραγωγικές δυνατότητες.
Ο Διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε εκτενώς στο νέο γεωοικονομικό τοπίο που διαμορφώνεται διεθνώς, με την παγκόσμια οικονομία να κινείται σε μια μεταβατική φάση, όπου τέσσερις ισχυρές προκλήσεις επηρεάζουν δραστικά την ανάπτυξη: η γεωπολιτική αστάθεια, η επιστροφή στον εμπορικό προστατευτισμό, η κλιματική κρίση και η επιτάχυνση της τεχνολογικής μετάβασης. Όπως επισήμανε, αυτοί οι παράγοντες διαβρώνουν τις σταθερές της μεταψυχροπολεμικής περιόδου -όπως η ενεργειακή ασφάλεια και η δυναμική του διεθνούς εμπορίου- και απαιτούν βαθιές προσαρμογές σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Στο πεδίο του τεχνολογικού μετασχηματισμού, ο κ. Στουρνάρας ανέδειξε την ανάγκη η Ελλάδα να υιοθετήσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα βασίζεται σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, στην υποκατάσταση εισαγωγών, και στην ψηφιοποίηση του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Η αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο αυτής της στρατηγικής, με την τεχνολογία και την καινοτομία να λειτουργούν ως επιταχυντές. Σύμφωνα με μελέτες που επικαλέστηκε, εταιρείες που επενδύουν 1% περισσότερο ανά εργαζόμενο σε νέες τεχνολογίες εμφανίζουν 3% υψηλότερη παραγωγικότητα από τον μέσο όρο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ανεβαίνει στο 5% όταν πρόκειται για επενδύσεις σε εκπαίδευση και ανθρώπινο κεφάλαιο.
Αναφερόμενος στο ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο, τόνισε ότι η Ελλάδα οφείλει να αντιμετωπίσει το επενδυτικό κενό των 6 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, που τη χωρίζει από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Από αυτό, 4,5 μονάδες αφορούν παραγωγικό κεφάλαιο και 1,5 επενδύσεις σε κατοικίες. Για να επανέλθει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας στα προ κρίσης επίπεδα εντός δεκαετίας, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας πρέπει να ξεπεράσει το 2,5%, κάτι που ξεπερνά κατά πολύ τον ιστορικό μέσο όρο της τελευταίας 40ετίας.
Η ψηφιακή ωριμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων αποτελεί κρίσιμο ζητούμενο, καθώς, όπως σημείωσε, μόνο το 53% αυτών κάνει χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, έναντι 74% στην ΕΕ. Επιπλέον, η υιοθέτηση κρίσιμων τεχνολογιών όπως το Internet of Things (IoT), τα Big Data και η Τεχνητή Νοημοσύνη παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η χαμηλή διείσδυση της ψηφιακής καινοτομίας περιορίζει την ανταγωνιστικότητα και αναδεικνύει την ανάγκη για συστηματική εκπαίδευση σε ψηφιακές δεξιότητες, ιδίως σε ΜμΕ.
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι η αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου θα πρέπει να στηριχθεί σε τρεις βασικούς άξονες: την ενίσχυση των εξαγωγών, την αξιοποίηση της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ μέσω κατάργησης περιορισμών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής με στόχο την υποκατάσταση των εισαγωγών. Ο αγροδιατροφικός τομέας, η φαρμακοβιομηχανία και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας —μαζί με τα δίκτυα και την αποθήκευση— αναγνωρίστηκαν ως πεδία με υψηλό συγκριτικό πλεονέκτημα.
Σημαντική αναφορά έγινε στις επενδύσεις στον τομέα της τεχνολογίας και της καινοτομίας, όπου η Ελλάδα αρχίζει να αποκτά ρόλο. Το οικοσύστημα των startups, η ψηφιακή οικονομία, η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και η συμμετοχή της χώρας στο GOVSATCOM Hub (ευρωπαϊκός κόμβος για ασφαλείς δορυφορικές επικοινωνίες) είναι παραδείγματα που καταδεικνύουν το αναδυόμενο προφίλ της χώρας στον ψηφιακό χάρτη. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την ψηφιακή κυριαρχία, την κοινή άμυνα, την ενεργειακή αυτονομία και τις ψηφιακές υποδομές αποτελούν ευκαιρίες για στρατηγική συμμετοχή και επενδυτική διείσδυση.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Διοικητής σημείωσε ότι η απορρόφηση των πόρων του RRF, ύψους 36 δισ. ευρώ, είναι θεμελιώδης για την επίτευξη του στόχου ενός σύγχρονου και βιώσιμου παραγωγικού υποδείγματος. Ήδη, οι παραγωγικές επενδύσεις αυξάνονται με γρήγορο ρυθμό, με τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων πλέον να αφορούν παραγωγικό κεφάλαιο, σε αντίθεση με την προ κρίσης εποχή όπου κυριαρχούσαν οι κατασκευές κατοικιών. Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 60% το 2024 σε σχέση με το 2019, την ώρα που στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε κατά 0,4%.
Το επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα έχει βελτιωθεί, με την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας να παίζει καθοριστικό ρόλο, ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 34% από το 2019. Ωστόσο, παραμένουν σημαντικά εμπόδια: κανονιστική αστάθεια, πολυνομία, διοικητικό βάρος, και περιορισμένη πρόσβαση των ΜμΕ στη χρηματοδότηση, με 11,1% των επιχειρήσεων να δηλώνουν δυσκολία στη χρηματοδότηση έναντι 6,8% στην ΕΕ. Ενδεικτικά, τα 3/4 των επενδύσεων στην Ελλάδα χρηματοδοτούνται με ίδιους πόρους, κάτι που υποδεικνύει την ανάγκη για εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία και ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς.
Αναφερόμενος στον εμπορικό προστατευτισμό, ο Στουρνάρας χαρακτήρισε εξαιρετικά επικίνδυνη την επιβολή υψηλών δασμών από τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ — 25% σε εισαγωγές από Μεξικό, Καναδά και ΕΕ, και 20% από την Κίνα. Πρόκειται για τα υψηλότερα περιοριστικά μέτρα στο παγκόσμιο εμπόριο από τη δεκαετία του 1940. Αν και η Ελλάδα έχει μικρή έκθεση (μόλις 4% των εξαγωγών της κατευθύνονται στις ΗΠΑ), η αλληλεξάρτηση μέσω των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας σημαίνει ότι και έμμεσες επιπτώσεις μπορούν να πλήξουν την εγχώρια οικονομία.
Τέλος, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στον ρόλο των εταιρειών συμβούλων μάνατζμεντ, αναγνωρίζοντάς τους ως καταλύτες για τη βελτίωση του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και σημαντικούς συμμάχους στην επιτάχυνση των επενδυτικών και μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Όπως είπε, η εμπειρία τους είναι κρίσιμη για την υλοποίηση έργων ψηφιακού μετασχηματισμού, τη στρατηγική αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, αλλά και την ενίσχυση της εξωστρέφειας και της επενδυτικής ελκυστικότητας. Παρόλα αυτά, η συμβολή του κλάδου στο ΑΕΠ παραμένει περιορισμένη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες — κάτι που πρέπει να αλλάξει, εφόσον θέλουμε ένα σύγχρονο, ανταγωνιστικό και δυναμικό παραγωγικό μοντέλο.
Με έμφαση, ο Διοικητής κατέληξε ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, να διαφυλάξει τη δημοσιονομική σταθερότητα και να εκμεταλλευτεί την τεχνολογία ως βασικό όχημα προσαρμογής και ανθεκτικότητας. Όπως είπε χαρακτηριστικά, η τεχνολογική και ψηφιακή πρόοδος δεν είναι πλέον επιλογή — είναι η μόνη βιώσιμη απάντηση απέναντι στις παγκόσμιες αναταράξεις.