Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε τα συμπεράσματά του για τη Λευκή Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο « How to master EU’s digital infrastructure needs».
Όπως αναφέρεται, οι δραστικές τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, όπως το υπολογιστικό νέφος, η εικονικοποίηση των λειτουργιών των δικτύων και η αυξημένη ζήτηση για υπηρεσίες επεξεργασίας δεδομένων, έχουν επιφέρει εκτεταμένες αλλαγές στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η ψηφιακή μετάβαση επηρεάζει πλέον κάθε τομέα της κοινωνίας και της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών, της ενέργειας, της γεωργίας και της υγειονομικής περίθαλψης, φέρνοντας στο προσκήνιο την ανάγκη για μία ολοκληρωμένη και διατομεακή προσέγγιση.
Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επισημαίνουν τη σημασία των ανθεκτικών, ασφαλών και βιώσιμων ψηφιακών υποδομών, οι οποίες αποτελούν τη βάση για την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Ψηφιακής Δεκαετίας έως το 2030, τονίζεται η ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις, κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα. Τα κράτη-μέλη καλούνται να διασφαλίσουν ότι οι επενδυτικές πρωτοβουλίες συνοδεύονται από κατάλληλες πολιτικές που προάγουν την καινοτομία, ενισχύουν τον ανταγωνισμό και προστατεύουν τα συμφέροντα των καταναλωτών.
Η διασφάλιση των συμφερόντων των καταναλωτών και των επιχειρήσεων βρίσκεται στο επίκεντρο των προτάσεων του Συμβουλίου. Οι κανονιστικές παρεμβάσεις πρέπει να επιτυγχάνουν ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των τελικών χρηστών και την τόνωση της ζήτησης για δίκτυα αιχμής και καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η ψηφιακή μετάβαση δεν μπορεί να περιορίζεται στον τομέα των επικοινωνιών, καθώς η διατομεακή φύση της επηρεάζει κρίσιμους τομείς, όπως η κλιματική αλλαγή και η κοινωνική συνοχή.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη σημασία του κανονιστικού περιβάλλοντος. Η διατήρηση κανονιστικής προβλεψιμότητας είναι απαραίτητη για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και τη δημιουργία συνθηκών που προάγουν την καινοτομία. Παράλληλα, επισημαίνεται η ανάγκη για αναλογικότητα στις ρυθμίσεις, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε κράτους-μέλους και οι ανάγκες των τοπικών αγορών. Το Συμβούλιο καλεί την Κομισιόν να διερευνήσει τις προκλήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή νέων τεχνολογιών, ενώ παράλληλα τονίζει ότι κάθε νέα πρωτοβουλία θα πρέπει να βασίζεται σε τεκμηριωμένη ανάλυση και να συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων.
Η ανάγκη για σαφείς ορισμούς εννοιών, όπως το υπολογιστικό νέφος (cloudification) και η εικονικοποίηση (virtualisation), αναδεικνύεται ως κεντρική. Οι μεταβαλλόμενες ανάγκες της ψηφιακής εποχής, όπως η μετάβαση από τα δίκτυα χαλκού στις οπτικές ίνες, αποτελούν ένα από τα κρίσιμα θέματα που αναδεικνύονται. Τονίζεται ότι η υλοποίηση αυτής της μετάβασης πρέπει να γίνεται με τρόπο που διασφαλίζει τα δικαιώματα των καταναλωτών και προάγει τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι η χρήση οπτικών ινών συμβάλλει στη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των δικτύων.
Το Συμβούλιο αναγνωρίζει, επίσης, ότι η ανάπτυξη και λειτουργία ψηφιακών υποδομών συνδέεται άμεσα με την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων. Παρότι η ευρωπαϊκή πολιτική προάγει την πράσινη μετάβαση, επισημαίνεται ότι δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στην υιοθέτηση τεχνολογιών, όπως οι οπτικές ίνες ή τα δίκτυα 5G. Αντιθέτως, απαιτούνται ευρύτερες στρατηγικές, οι οποίες θα περιλαμβάνουν μετρήσιμους στόχους και κοινά εργαλεία αξιολόγησης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των υποδομών.
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι η διαχείριση του ραδιοφάσματος. Το Συμβούλιο αναγνωρίζει τη σημασία της τεχνολογικής ουδετερότητας στη φασματική πολιτική, αλλά και την ανάγκη βελτίωσης της συνεργασίας μεταξύ κρατών-μελών για την αποφυγή παρεμβολών από τρίτες χώρες. Η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ κρατών-μελών και ευρωπαϊκών φορέων, καθώς και η αντιμετώπιση παρεμβολών από δίκτυα τρίτων χωρών, αναδεικνύονται ως κρίσιμες προτεραιότητες.
Επιπρόσθετα, επισημαίνεται η σημασία της ασφάλειας των κρίσιμων υποδομών, όπως τα υποθαλάσσια καλώδια. Η προστασία αυτών των υποδομών είναι θεμελιώδης για την ανθεκτικότητα της ΕΕ, ενώ απαιτείται στρατηγική προσέγγιση και αποτελεσματική χρηματοδότηση από την ΕΕ και τα κράτη-μέλη.
Η κυβερνοασφάλεια κατέχει κεντρική θέση στις προτεραιότητες της ΕΕ, με το Συμβούλιο να τονίζει τη σημασία της προστασίας από απειλές, ιδιαίτερα σε ένα διασυνδεδεμένο ψηφιακό οικοσύστημα. Η ανάπτυξη κβαντικής κρυπτογραφίας και η μετάβαση σε ασφαλείς, ανθεκτικές υποδομές αποτελούν απαραίτητα βήματα για την ενίσχυση της ψηφιακής κυριαρχίας της Ευρώπης.
Παράλληλα, τα κράτη-μέλη καλούνται να ενισχύσουν τη συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε καινοτόμες δράσεις και πιλοτικά έργα, διασφαλίζοντας ότι η ψηφιακή μετάβαση δεν περιορίζεται στις μεγάλες εταιρείες. Επιπλέον, το Συμβούλιο αναγνωρίζει τη σημασία των μεγάλων επενδυτικών προγραμμάτων, όπως το Horizon Europe, το Digital Europe Programme και το InvestEU, για την κινητοποίηση κεφαλαίων και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.
Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η συγχώνευση επιχειρήσεων μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει σε οικονομίες κλίμακας και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, οι σχετικές πρωτοβουλίες πρέπει να αξιολογούνται με αυστηρά κριτήρια, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν διαταράσσεται ο ανταγωνισμός και δεν βλάπτονται τα συμφέροντα των καταναλωτών.
Τέλος, η αναφορά στη σύγκλιση της υπολογιστικής ισχύος και των δικτύων, όπως επισημαίνεται στη Λευκή Βίβλο, ανοίγει νέες προοπτικές για τη συνεργασία μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της ψηφιακής αλυσίδας αξίας. Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι τέτοιες εξελίξεις απαιτούν προσεκτική ρύθμιση, ώστε να εξασφαλίζεται ίση πρόσβαση για όλους τους παίκτες της αγοράς.