Μια σειρά από χώρες, συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφώνησαν στην πρώτη διεθνή, νομικά δεσμευτική σύμβαση για να διασφαλιστεί ότι η χρήση και η ανάπτυξη συστημάτων Τεχνητής Νοημοσύνης ευθυγραμμίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές αξίες, υποστηρίζοντας τα υπάρχοντα πλαίσια, όπως η Πράξη για την Τεχνητή Νοημοσύνη της ΕΕ και η συμφωνία του Bletchley.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης ανέφερε ότι η Επιτροπή Υπουργών, υπεύθυνη για τη λήψη αποφάσεων, υιοθέτησε τη σύμβαση-πλαίσιο τον Μάιο, περίπου δύο χρόνια μετά την έναρξη της εργασίας για το προσχέδιο και πέντε χρόνια μετά την πρώτη διερεύνηση της σκοπιμότητας αυτής της πρωτοβουλίας.
Όπως αναφέρεται, τα 46 κράτη μέλη του, η Ευρωπαϊκή Ένωση και 11 μη κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, του Καναδά, της Αργεντινής, της Ιαπωνίας και του Ισραήλ, συμμετείχαν στη διαδικασία σύνταξης, ενώ η ακαδημαϊκή κοινότητα, οι εκπρόσωποι του ιδιωτικού τομέα και η κοινωνία των πολιτών «συνέβαλαν ως παρατηρητές».
Εκτός από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ, οι υπογράφοντες τη σύμβαση μέχρι στιγμής περιλαμβάνουν: την Ανδόρα, τη Γεωργία, την Ισλανδία, τη Νορβηγία, τη Δημοκρατία της Μολδαβίας, τον Άγιο Μαρίνο και το Ισραήλ, ενώ «χώρες από όλο τον κόσμο θα είναι επιλέξιμες για να συμμετάσχουν», πρόσθεσε το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Η Γενική Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης, Μαρία Πέιτσινοβιτς Μπουρίτς, χαρακτήρισε το πλαίσιο ως «μια ανοιχτή συνθήκη με πιθανή παγκόσμια εμβέλεια».
Η συνθήκη θα καλύπτει τις αξιολογήσεις κινδύνου και επιπτώσεων «σε σχέση με τις πραγματικές και δυνητικές επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου», τη θέσπιση μέτρων μετριασμού, και τη δυνατότητα για τους ρυθμιστικούς φορείς να εισάγουν απαγορεύσεις ή μορατόρια σε ορισμένες εφαρμογές ή συστήματα AI.
Η συνθήκη θα τεθεί σε ισχύ τρεις μήνες μετά την επικύρωση από πέντε υπογράφοντες, συμπεριλαμβανομένων «τουλάχιστον τριών κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης».