Οι αποφάσεις των ρυθμιστικών αρχών που σχετίζονται με τη δέσμευση φάσματος για τα ιδιωτικά δίκτυα δεν έχουν μετρήσιμο αντίκτυπο στην υιοθέτηση αυτών των δικτύων από τις επιχειρήσεις, αλλά μπορεί να βλάψουν τις ταχύτητες των καταναλωτικών δικτύων κατά σχεδόν 25%, όπως αποκαλύπτει νέα έρευνα του GSMA.
Η έρευνα του GSMA Intelligence «The Impact of Spectrum SetAsides on Private and Public Mobile Networks» εξετάζει τον αντίκτυπο που έχει η διασφάλιση αποκλειστικών ζωνών φάσματος για χρήση από ιδιωτικά δίκτυα, στην υιοθέτηση αυτών των δικτύων και στον ρόλο τους στο τομέα της συνδεσιμότητας.
Όπως αναφέρεται, «η διασφάλιση αποκλειστικού φάσματος για τις επιχειρήσεις έχει θεωρηθεί ως ένας τρόπος παροχής κινήτρων για την υιοθέτηση και την ψηφιοποίηση των ιδιωτικών δικτύων. Ωστόσο, τέτοια προγράμματα μειώνουν, επίσης, την ποσότητα του διαθέσιμου φάσματος για τα δημόσια δίκτυα, περιορίζοντας τις ταχύτητες και αυξάνοντας το κόστος υποδομής και λειτουργίας. Αυτοί οι περιορισμοί στο φάσμα μπορούν να οδηγήσουν χαμηλότερη ποιότητα υπηρεσιών, υψηλότερο κόστος ή και τα δύο, για τους καταναλωτές».
Το σαφές συμπέρασμα, σύμφωνα με τον GSMAi, είναι ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αυτή η στρατηγική επιταχύνει την ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων – είτε μέσω της υιοθέτησης των ιδιωτικών δικτύων, είτε μέσω της παροχής κάποιου οφέλους στη συνδεσιμότητα του Internet of Things.
Η Luciana Camargos, Head of Spectrum για τον GSMA, δήλωσε: «οι ρυθμιστικές αρχές μπορεί μερικές φορές να αισθάνονται πίεση να δεσμεύσουν φάσμα ειδικά για βιομηχανικά και ιδιωτικά δίκτυα IoT, πιστεύοντας ότι κάτι τέτοιο θα τονώσει τις εθνικές ψηφιακές οικονομίες. Αλλά η ανάλυσή μας δείχνει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να βλάψει τις ταχύτητες λήψης για τους καταναλωτές, παρέχοντας ταυτόχρονα μηδενικό όφελος για τις επιχειρήσεις. Με απλά λόγια, τα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι η πολιτική δεν αξίζει τον κόπο».
«Συνιστούμε, λοιπόν, προσοχή», υπογραμμίζει η ίδια, καθώς αυτή η πολιτική «μπορεί να μην είναι το πιο αποδοτικό, από οικονομική άποψη, μέσο για να ωφεληθεί η ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων σε σύγκριση με άλλες διαθέσιμες επιλογές. Εναλλακτικές επιλογές φάσματος θα πρέπει να εξεταστούν και να δοθεί προτεραιότητα σε πρώτο βαθμό».
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, «οι επιχειρήσεις μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πλήρεις λύσεις ιδιωτικού δικτύου (συμπεριλαμβανομένου του φάσματος) από δημόσιους φορείς εκμετάλλευσης δικτύων κινητής τηλεφωνίας ή να χρησιμοποιούν πλαίσια κοινής χρήσης και χρηματοδοτική μίσθωση φάσματος. Ομοίως, η έλλειψη αντίκτυπου που παρατηρείται στην υιοθέτηση του IoT στη μελέτη δείχνει ότι οι δεσμεύσεις [φάσματος] δεν ενισχύουν την ικανότητα των επιχειρήσεων να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες, πέρα από αυτήν που προσφέρουν οι εναλλακτικοί τρόποι πρόσβασης στο φάσμα».
Εξετάζοντας την άλλη πλευρά, ωστόσο, η ανάλυση διαπιστώνει ότι η ποσότητα του φάσματος που διατίθεται στα δημόσια δίκτυα κινητής τηλεφωνίας επηρεάζει την ποιότητα του δικτύου και την εμπειρία του πελάτη. Επιπλέον 100 MHz φάσματος συσχετίστηκαν με ταχύτητες λήψης που είναι 24% υψηλότερες (ισοδύναμο με 4,5 Mbps ως προς τις μέσες παγκόσμιες ταχύτητες λήψης μεταξύ 2014 και 2022).
Ως εκ τούτου, σύμφωνα πάντα με τη συγκεκριμένη μελέτη, μια δέσμευση 100 MHz μπορεί να έχει ουσιαστικό αρνητικό αντίκτυπο στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν δημόσια δίκτυα. «Καθώς η ποιότητα και το κόστος των δημόσιων δικτύων κινητής τηλεφωνίας επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη, προκύπτει ένα σαφές κόστος από την επιλογή τέτοιων προπγραμμάτων».
«Η παροχή δεσμευμένου φάσματος με μειωμένο ή μηδενικό κόστος μπορεί επίσης να στρεβλώσει την αγορά ψηφιακών λύσεων και υποδομών. Η διαφορετική κοστολόγηση του φάσματος, ανάλογα με το αν χρησιμοποιείται από δημόσια ή ιδιωτικά δίκτυα, επηρεάζει το σχετικό κόστος κάθε λύσης. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση ιδιωτικών δικτύων με δεσμευμένο φάσμα ουσιαστικά επιδοτείται και οδηγεί σε οικονομική αναποτελεσματικότητα» καταλήγει η μελέτη.