Το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης μήνυσε την Apple, λέγοντας ότι το οικοσύστημά του iPhone είναι ένα μονοπώλιο που οδήγησε σε μια «αστρονομική αποτίμησή» σε βάρος των καταναλωτών, των developers και των ανταγωνιστών κατασκευαστών κινητών τηλεφώνων.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο διάσπασης μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο, με έναν αξιωματούχο του υπουργείου Δικαιοσύνης να δηλώνει ότι τα διαρθρωτικά μέτρα βρίσκονται στο τραπέζι, εάν οι ΗΠΑ κερδίσουν την υπόθεση.
Η μήνυση ισχυρίζεται ότι οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές της Apple εκτείνονται πέρα από τις δραστηριότητες της γύρω από το iPhone και το Apple Watch, επικαλούμενη τις διαφημίσεις, το πρόγραμμα περιήγησης, το FaceTime και την υπηρεσία ειδήσεων της εταιρείας.
«Κάθε βήμα στην πορεία συμπεριφοράς της Apple δημιούργησε και ενίσχυσε την τάφρο γύρω από το μονοπώλιο των smartphone της», σύμφωνα με την μήνυση, που κατατέθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και 16 γενικούς εισαγγελείς στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Νιου Τζέρσεϊ.
Μια διάσπαση της Apple, εάν προχωρήσει, θα αποτελέσει έναν από τους ελάχιστους διαχωρισμούς βάσει του νόμου Sherman. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης εξέτασε το ενδεχόμενο να το χρησιμοποιήσει και σε άλλες αντιμονοπωλιακές υποθέσεις, αλλά δεν το έπραξε, μετά τον διαχωρισμό της Bell System το 1982.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι, για να κρατήσει τους καταναλωτές στο να αγοράζουν iPhone, η Apple κινήθηκε για να μπλοκάρει τις εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων μεταξύ πλατφορμών, περιόρισε τη συμβατότητα των wallet και των smartwatch τρίτων και προκάλεσε προβλήματα στα προγράμματα εκτός του App Store και τις υπηρεσίες cloud streaming.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη, σύμφωνα με τα διεθνή μέσα, αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό κίνδυνο για το επιχειρηματικό μοντέλο της εταιρείας από το Cupertino. Η εταιρεία λέει ότι η συμμόρφωση με τους κανονισμούς θα της κοστίσει χρήματα, θα μπορούσε να την αποτρέψει από την εισαγωγή νέων προϊόντων ή υπηρεσιών και να βλάψει τη ζήτηση των πελατών.
Η αγωγή θα μπορούσε να αναγκάσει την Apple να κάνει αλλαγές σε ορισμένες από τις πιο πολύτιμες δραστηριότητες της: το iPhone, στο οποίο παρουσίασε πωλήσεις άνω των 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2023, το Apple Watch, μια αγορά ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και την κερδοφόρα σειρά υπηρεσιών της, η οποία ανέφερε έσοδα 85 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ο Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ, Merrick Garland, δήλωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ορίζει τη μονοπωλιακή εξουσία ως «την εξουσία ελέγχου των τιμών ή αποκλεισμού του ανταγωνισμού». «Όπως αναφέρεται στην καταγγελία μας, η Apple έχει αυτή τη δύναμη στην αγορά των smartphone», είπε ο Garland. «Αν αφεθεί χωρίς αμφισβήτηση, θα συνεχίσει μόνο να ενισχύει το μονοπώλιο στα smartphone».
Η Apple ανέφερε σε ανακοίνωσή της ότι διαφωνεί με την υπόθεση και ότι θα αμυνθεί εναντίον της. «Αυτή η αγωγή απειλεί αυτό που είμαστε και τις αρχές που ξεχωρίζουν τα προϊόντα της Apple σε έντονα ανταγωνιστικές αγορές. Εάν είναι επιτυχής, θα εμποδίσει την ικανότητά μας να δημιουργήσουμε το είδος της τεχνολογίας που περιμένουν οι άνθρωποι από την Apple – όπου το υλικό, το λογισμικό και οι υπηρεσίες διασταυρώνονται», δήλωσε εκπρόσωπος της στο CNBC.