Η ECTA, που εκπροσωπεί τους «challenger» παρόχους, τους λεγόμενους «εναλλακτικούς», υποστηρίζει ότι το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τηλεπικοινωνιακούς κολοσσούς αντιπροσωπεύει ένα «προειδοποιητικό σημάδι» για την αγορά των telecoms.
Η European Competitive Telecommunications Association, σε κοινή δήλωση με την καταναλωτική ένωση BEUC, ανέφερε ότι ο πρόσφατα ανακοινωθείς νόμος για τα ψηφιακά δίκτυα -ο οποίος στοχεύει σε μια ενιαία αγορά τηλεπικοινωνιών με διασυνοριακές λειτουργίες και υποδομές- θα «ενισχύει δυσανάλογα την ισχύ των κατεστημένων τηλεπικοινωνιακών παρόχων στην αγορά έναντι άλλων παικτών της αγοράς, εις βάρος αυτών των εταιρειών και των καταναλωτών».
Οι δύο οργανισμοί επισημαίνουν ότι, αντί να δημιουργούνται μονοπώλια, ο πραγματικός μοχλός των επενδύσεων και της καινοτομίας είναι η ανταγωνιστική πίεση από τα ανταγωνιστικά brands. Όπως τονίζουν, το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο συνεχίζει να αποδίδει, όσον αφορά στην ανάπτυξη υποδομής πολύ υψηλής χωρητικότητας και τη διαθεσιμότητα προσιτών προσφορών για ευρωπαίους καταναλωτές και επιχειρήσεις, «οι οποίες έχουν χαρακτηριστικά μιας ανταγωνιστικής αγοράς τηλεπικοινωνιών».
«Αυτό είναι προφανές, αν συγκρίνουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση με τις ομοτίμους της παγκοσμίως. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες υστερούν σε σχέση με την ΕΕ, με μειωμένο ανταγωνισμό, περιορισμένες επιλογές καταναλωτών και υψηλές τιμές λιανικής».
«Απορρίπτουμε σθεναρά το αφήγημα που χρησιμοποιούν οι κατεστημένοι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι και προφανώς υποστηρίζεται από την Κομισιόν, ότι ο κατακερματισμός της αγοράς “τους εμποδίζει” και ότι υπάρχει ανάγκη για απορρύθμιση της αγοράς και λιγότερο ανταγωνισμό», δήλωσαν οι ECTA και BEUC.
Σύμφωνα με τη διαβούλευση που συνόδευσε την εισαγωγή του νόμου για τα ψηφιακά δίκτυα, το μεγαλύτερο εμπόδιο στη διασυνοριακή ενοποίηση είναι «η έλλειψη επιχειρηματικής υπόθεσης, λόγω της ανεπαρκούς αποτελεσματικότητας που θα μπορούσε να επιτύχει η διασυνοριακή ενοποίηση».