Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τα συνοπτικά αποτελέσματα της διαβούλευσης που πραγματοποίησε για το μέλλον του κλάδου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και της υποδομής του. Η διαβούλευση ζήτησε τη γνώμη των ενδιαφερομένων σχετικά με το εάν οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες θα πρέπει να καταβάλλουν στις τηλεπικοινωνιακές εταιρείες ένα τέλος (ή, όπως το αποκαλεί η Κομισιόν, «μηχανισμός δίκαιης συνεισφοράς») για τη χρήση της υποδομής τους. Οι απαντήσεις παρέχουν τις γνώμες τηλεπικοινωνιακών παρόχων, ραδιοτηλεοπτικών φορέων, πλατφορμών cloud υπηρεσιών, επιχειρηματικών ενώσεων, οργανώσεων καταναλωτών, πολιτών, ΜΚΟ, δημόσιων αρχών, συνδικαλιστικών οργανώσεων και ακαδημαϊκών.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, προκύπτουν τρία πορίσματα: το πρώτο, αφορά στην ανάγκη για καινοτομία και αποτελεσματικές επενδύσεις. Το feedback που έλαβε η διαβούλευση έδειξε πως το network virtualisation, το edge cloud, η τεχνητή νοημοσύνη και τα ανοικτά δίκτυα, «είναι νέες τεχνολογίες που θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι τα δίκτυα χαλκού –αρχικά σχεδιασμένα για τηλεφωνικές κλήσεις– θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε νέες υποδομές ικανές να μεταδίδουν -όχι μόνο μερικά kilobit ή megabit δεδομένων ανά δευτερόλεπτο- αλλά gigabit και σύντομα terabit (ή ακόμα και petabit) δεδομένων».
«Τα σχόλια της διαβούλευσης είναι σαφή: αυτός ο μετασχηματισμός θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στα επιχειρηματικά και ρυθμιστικά μοντέλα, τις δεξιότητες, τις υποδομές, την ασφάλεια των προμηθευτών και φυσικά τις επενδύσεις. Η πλειονότητα των ερωτηθέντων αναμένει ότι, έως και το 50% των ετήσιων εσόδων τους (τα οποία οι αναλυτές υπολογίζουν επί του παρόντος σε περίπου 300 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για τον τομέα των τηλεπικοινωνιών της ΕΕ) θα πρέπει να διατεθούν τα επόμενα πέντε χρόνια για να ανταποκριθούν σε επενδυτικές ανάγκες για υποδομές συνδεσιμότητας και αντικατάσταση προμηθευτών υψηλού κινδύνου. Οι ερωτηθέντες θεωρούν ότι η δημόσια χρηματοδότηση είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση των επενδύσεων. Ωστόσο, οι απόψεις διίστανται σχετικά με το αν θα είναι αρκετή για να γεφυρωθεί το χάσμα και για το πώς να γίνει προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων».
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως «πρέπει να αξιοποιήσουμε την ενιαία αγορά για να ενισχύσουμε τις επενδύσεις και την καινοτομία». «Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων είναι σαφής: ο εξορθολογισμός και η απλούστευση των κανονιστικών ρυθμίσεων σε επίπεδο ΕΕ μπορεί να μειώσει το διοικητικό κόστος και να επιταχύνει την ανάπτυξη της υποδομής. Μεταξύ των παραδειγμάτων που παρέχονται, επισημαίνεται ότι η δυνατότητα λειτουργίας βάσει ενός ενιαίου βασικού δικτύου 5G σε ολόκληρη την ΕΕ, θα είχε ως αποτέλεσμα οφέλη της τάξης των 200-300 εκατομμυρίων ευρώ τα επόμενα πέντε χρόνια. Επιπλέον, οι περισσότερες απαντήσεις μεταξύ παρόχων τηλεπικοινωνιών, πλατφορμών, επιχειρήσεων και οργανώσεων καταναλωτών υποδεικνύουν ότι μια πιο εναρμονισμένη προσέγγιση στη διαχείριση του φάσματος θα ξεκλειδώσει μεγαλύτερο δυναμικό της αγοράς, καθιστώντας ευκολότερη την ανάπτυξη διασυνοριακών υπηρεσιών και την προώθηση των επενδύσεων και της καινοτομίας.
Είναι σαφές από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων ότι η εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας στην ενιαία αγορά της ΕΕ και η μόχλευση της πλήρους πρόσβασης σε 450 εκατομμύρια ευρωπαίους πελάτες, θα είναι το κλειδί για να ξεπεραστούν οι επενδυτικές δυσκολίες. Η πλειονότητα των ερωτηθέντων συμφώνησε ότι η άρση των εμποδίων, ιδίως των επαχθών τομεακών ρυθμίσεων, μπορεί να διευκολύνει τη διασυνοριακή ενοποίηση και την ανάδυση μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς. Ωστόσο, η πλήρης ενοποίηση της ενιαίας αγοράς τηλεπικοινωνιών εξακολουθεί να παρεμποδίζεται από τον κατακερματισμό του κλάδου στις εθνικές αγορές. Η συμβολή των δημόσιων αρχών στη διαβούλευση επιβεβαιώνει ότι η επίτευξη μιας ενιαίας ρυθμιστικής προσέγγισης που προάγει τον θεμιτό ανταγωνισμό και την καινοτομία παραμένει πρόκληση».
Στο τρίτο συμπέρασμα, αναφέρεται πως «πρέπει να ασφαλίσουμε τα δίκτυά μας». Όπως αναφέρεται, «στον σημερινό διασυνδεδεμένο κόσμο, με τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, πρέπει να διασφαλίσουμε τον πλήρη έλεγχο των διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε στρατηγικούς τομείς, όπως η συνδεσιμότητα, και να αποφύγουμε την επιβλαβή εξωτερική παρέμβαση στην υποδομή συνδεσιμότητας. Η ΕΕ έχει προχωρήσει πολύ στην ασφάλεια των δικτύων 5G, τα οποία αποτελούν κρίσιμες υποδομές από μόνες τους. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά κενά όσον αφορά την ασφάλεια της υποδομής του δικτύου μας. Για παράδειγμα, όσον αφορά στο φάσμα, οι ερωτηθέντες τόνισαν ότι μια πιο συντονισμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση θα μπορούσε να βελτιώσει την κάλυψη στις εθνικές συνοριακές ζώνες και να ενισχύσει σημαντικά την ΕΕ, σε περιπτώσεις επιζήμιας παρέμβασης τρίτων χωρών στα εξωτερικά μας σύνορα».
Όσον αφορά στο fair share, ενώ η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (κυρίως ψηφιακές πλατφόρμες, CDN, οργανώσεις καταναλωτών και πολίτες) εξέφρασαν την αντίθεσή τους σε έναν υποχρεωτικό μηχανισμό άμεσων πληρωμών, για τη συμβολή στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης των δικτύων,, άλλοι (κυρίως τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι) υποστήριξαν το σύστημα, χαρακτηρίζοντας το ως ένα εργαλείο για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών στη διαπραγματευτική δύναμη μεταξύ των δύο πλευρών. Σύμφωνα με τους παρόχους που τάσσονται υπέρ ενός τέτοιου υποχρεωτικού μηχανισμού, «οι μεγάλοι παραγωγοί κίνησης δεδομένων παράγουν έσοδα χωρίς να συμβάλλουν στο κόστος του δικτύου, ενώ οι πάροχοι αγωνίζονται για την ανάκτηση των επενδύσεων. Για αυτούς, ο μηχανισμός θα μπορούσε να μειώσει το επενδυτικό χάσμα, να δώσει κίνητρα για τη δημιουργία κίνησης και να ωφελήσει τους καταναλωτές».
Για τη μεγάλη πλειοψηφία των ερωτηθέντων στην ερώτηση, εάν εισήχθη ο μηχανισμός, οι μεγάλοι παραγωγοί κίνησης δεδομένων θα πρέπει να είναι οι κύριοι συνεισφέροντες. Ορισμένοι πρότειναν να εισαχθούν όρια για να συμπεριληφθούν, για για παράδειγμα, μόνο εκείνοι με, π.χ. τουλάχιστον 100 εκατομμύρια χρήστες, που υπερβαίνουν τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε ετήσια έσοδα, που ευθύνονται για το 5% ή περισσότερο της συνολικής χωρητικότητας του δικτύου, του 5% του εύρους ζώνης ή το 10% της κυκλοφορίας σε ώρα αιχμής.