Η Αρχή Ανταγωνισμού και Αγορών του Ηνωμένου Βασιλείου (CMA) ανακοίνωσε ότι η προτεινόμενη συγχώνευση μεταξύ της βρετανικής Inmarsat και της αμερικανικής Viasat εγείρει πιθανές ανησυχίες για θέματα ανταγωνισμού, σημειώνοντας πως σχεδιάζει να διερευνήσει το θέμα.
Η συναλλαγή, που φτάνει τα 7,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ανακοινώθηκε για πρώτη φορά τον περασμένο Νοέμβριο, αλλά δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας της, έχει βρεθεί αντιμέτωπη με σημαντικό έλεγχο.
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ξεκίνησε αρχικά έναν έλεγχο για λόγους εθνικής ασφάλειας, αν και τελικά έδωσε το πράσινο φως τον περασμένο μήνα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν ενέχει «κανένα κίνδυνο».
Ωστόσο, η αρχή ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου επιβεβαίωσε τον Αύγουστο ότι ξεκινούσε μια προκαταρκτική έρευνα, σε σχέση με το εάν η συγχώνευση των δύο αντιπάλων θα μπορούσε να επηρεάσει τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους – αυτό περιλαμβάνει τις υπηρεσίες Wi-Fi κατά τη διάρκεια αεροπορικών πτήσεων, με τη Inmarsat και τη Viasat να είναι μεταξύ των μεγαλύτερων παρόχων in-flight Wi-Fi.
Τα αρχικά ευρήματα της CMA αναφέρουν ότι η συγκριμένη συμφωνία θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές για πρόσβαση στα δορυφορικά δίκτυα των αεροπορικών εταιρειών, ένα κόστος που αναμένεται πως θα μετακυλιθεί στους επιβάτες.
Ενώ η CMA αναγνωρίζει την εμφάνιση νεότερων ανταγωνιστών -συμπεριλαμβανομένης της SpaceX του Elon Musk, η οποία διαχειρίζεται το Starlink, αλλά και της OneWeb, που βρίσκεται σε διαδικασία συγχώνευσης με την γαλλική Eutelsat- υπογράμμισε ότι, στον τομέα των αερομεταφορών, είναι δύσκολο να εισέλθουν νέοι φορείς εκμετάλλευσης δορυφόρων.
Όπως αναφέρεται στα ευρήματα, η αρχική έρευνα της CMA διαπίστωσε ότι υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με το εάν και το πότε αυτοί οι προμηθευτές θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τη Viasat και την Inmarsat.
Επιπλέον, η CMA τόνισε ότι είναι δύσκολο για τις αεροπορικές εταιρείες να μεταβούν σε νέο πάροχο αφού εγκαταστήσουν τον απαραίτητο εξοπλισμό στα αεροσκάφη τους, επομένως ακόμα κι αν καινούργιες εταιρείες προσφέρουν μια βιώσιμη εναλλακτική λύση, οι αεροπορικές δεν έχουν κίνητρα να αλλάξουν λόγω του κόστους.
Συνεπώς, η CMA ανησυχεί ότι η συγχωνευθείσα εταιρεία θα μπορούσε ουσιαστικά να «κλειδώσει» ένα μεγάλο μέρος της πελατειακής βάσης, προτού οι αναδυόμενοι προμηθευτές μπορέσουν να προβάλουν ανταγωνισμό.
Ουσιαστικά, αποφασίστηκε ότι θα προχωρήσει μια διεξοδική έρευνα «φάσης 2», ενώ οι δύο εταιρείες έχουν τώρα στη διάθεσή τους μερικές ημέρες για να «υποβάλουν προτάσεις» ώστε να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες. Μετά από αυτό, η CMA θα αφιερώσει άλλες πέντε ημέρες για να εξετάσει τις προτάσεις και να αποφασίσει εάν θα προχωρήσει σε πλήρη έρευνα.
Οι Inmarsat και Viasat δημοσίευσαν δελτίο τύπου με δηλώσεις που αντικρούουν τον βασικό ισχυρισμό της CMA, σύμφωνα με τον οποίο νεοφερμένοι δεν βρίσκονται σε στάδιο στο οποίο μπορούν να προβάλουν ανταγωνισμό. «Δεν υπάρχει έλλειψη ανταγωνισμού στη δορυφορική συνδεσιμότητα για τον τομέα των αερομεταφορών», δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Inmarsat, Rajeev Suri. Αναμένουμε ότι ο ανταγωνισμός θα είναι ισχυρός τα επόμενα χρόνια και, μαζί, η Viasat και η Inmarsat θα είναι σε θέση να επενδύσουν στις τεχνολογίες που απαιτούνται για την κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών των πελατών της αεροπορίας.»