Στην ομάδα των κρατών με τις υψηλότερες τιμές στην κινητή τηλεφωνία εξακολουθεί να εμφανίζεται η Ελλάδα. Ωστόσο, με βάση μελέτη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) από την ανεξάρτητη εταιρεία συμβούλων, Tarifica, στο συμπέρασμα μπαίνουν και υποσημειώσεις.
Η βασικότερη είναι ότι οι τιμές στους επίσημους τιμοκαταλόγους των εταιρειών δεν είναι αυτές με τις οποίες εν τέλει τιμολογούν τους καταναλωτές. Αντίθετα, η αντίστοιχη μελέτη για τη σταθερή τηλεφωνία που έγινε επίσης έπειτα από ανάθεση της ΕΕΤΤ, από την IDATE DigiWorld, με διαφορετική μέθοδο, δείχνει ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στις καλύτερες θέσεις (1 – 3) μεταξύ των χωρών που συμπεριλαμβάνονται στη σύγκριση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΕΤΤ για τις προαφερόμενες μελέτες:
Η Tarifica χρησιμοποίησε σε πρώτο βήμα τη μεθοδολογία του «ορθολογικού» καταναλωτή, η οποία είναι συμβατή με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί o OΟΣΑ αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Tarifica επισημαίνει ότι απλές συγκρίσεις που βασίζονται σε κριτήρια όπως το «κόστος ανά GB» (τιμή καταλόγου) και η ποσότητα των προσφερόμενων δεδομένων ανά μήνα δεν προσφέρουν ολοκληρωμένη εικόνα.
Η ανάλυση βασίστηκε σε τιμές οι οποίες είναι δημόσια διαθέσιμες από τους παρόχους (π.χ. μέσω των ιστοσελίδων τους) χωρίς να λαμβάνονται υπόψη π.χ. οι προσφορές διατήρησης και προσέλκυσης πελατών, δώρα και εποχιακές προσφορές και εκπτώσεις στο πλαίσιο συνδυαστικών προγραμμάτων (π.χ. υπηρεσιών σταθερής-κινητής).
Με βάση αυτά, η ανάλυση της Tarifica για τις τιμές των υπηρεσιών κινητών επικοινωνιών σε 12 χώρες της Ευρώπης (Βουλγαρία, Κροατία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Μαυροβούνιο, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σερβία και Σλοβακία), οι οποίες ανήκουν στην ίδια ομάδα κρατών ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα φαίνεται να εντάσσεται στην τετράδα των κρατών με τις υψηλές τιμές.
Στη συνέχεια η Tarifica συνέκρινε τις τιμές που είχε συγκεντρώσει με τα αναλυτικά στοιχεία των εσόδων των παρόχων,Cosmote, Vodafone και Wind (ανά υπηρεσία και ανά συνδρομητή) στην Ελλάδα. Από τη σύγκριση αυτή η Tarifica διαπίστωσε ότι μεταξύ των δημόσια διαθέσιμων τιμών και του πραγματικού κόστους το οποίο καλούνται οι συνδρομητές να καταβάλουν για τις τηλεπικοινωνιακές τους υπηρεσίες, υπήρχαν μεγάλες αποκλίσεις. Για την ακρίβεια διαπίστωσε ότι το μέσο έσοδο ανά συνδρομητή (Average Revenue Per User – ARPU), όπως προκύπτει από τα στοιχεία αγοράς της ΕΕΤΤ θα ήταν μαθηματικά αδύνατο να επιτευχθεί αν οι συνδρομητές πλήρωναν τις διαφημιζόμενες τιμές λιανικής. Συνεπώς, καταλήγει, η πραγματική τιμολόγηση των κινητών επικοινωνιών στην Ελλάδα δεν αντικατοπτρίζεται στις τιμές που παρουσιάζονται δημόσια (π.χ. στις ιστοσελίδες) από τους παρόχους.
Η εταιρεία συμβούλων προτείνει επίσης να διερευνηθούν οι επιπτώσεις του κόστους ανάπτυξης δικτύου και της ποιότητας της υπηρεσίας – ταχύτητας του δικτύου στη διαμόρφωση των επιπέδων των λιανικών τιμών, με δεδομένες τις προκλήσεις που ασκούν στις παραμέτρους αυτές η έντονη εποχικότητα της ζήτησης και το μορφολογικό ανάγλυφο της Ελλάδας (π.χ. μεγάλος αριθμός νησιών). Η Tarifica αναφέρεται σε μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο της περιαγωγής, για τα κόστη δικτύων κινητών επικοινωνιών από την οποία προκύπτει ότι το κόστος δικτύου ανά GByte για την Ελλάδα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών που συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυσή της. Επιπλέον αναφέρεται σε στοιχεία της εταιρείας Ookla (τα οποία έχουν καθιερωθεί για τις μετρήσεις ποιότητας υπηρεσίας διεθνώς) σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα είναι η τρίτη καλύτερη ως προς την ποιότητα υπηρεσίας μεταξύ των χωρών που συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυσή της.
Τιμές υπηρεσιών σταθερών επικοινωνιών
Η IDATE επέλεξε να βασίσει την αξιολόγησή της για τα επίπεδα τιμών σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών στην Ελλάδα στο κριτήριο του μέσου εσόδου ανά χρήστη θεωρώντας ότι αυτό δίνει ακριβή εκτίμηση της μέσης τιμής που πληρώνουν οι καταναλωτές για τις υπηρεσίες. Στον υπολογισμό του ARPU συμπεριλαμβάνονται εποχιακές εκπτώσεις και προωθητικές ενέργειες.
Ακόμη, προχώρησε σε περαιτέρω διερεύνηση της προσιτότητας των υπηρεσιών για την αξιολόγηση της θέσης της Ελλάδας ως προς τις τιμές των σταθερών ευρυζωνικών υπηρεσιών σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιώντας διεθνώς αποδεκτά μέτρα στάθμισης, όπως το μέσο έσοδο ανά χρήστη ως ποσοστό του κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), το μέσο έσοδο ανά χρήστη ως ποσοστό του καθαρού μέσου μηνιαίου μισθού (προσαρμοσμένου ως προς τα κόστη διαβίωσης σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης) και το μέσο έσοδο ανά χρήστη ως ποσοστό του κατώτατου μισθού.
Οι συγκρίσεις με βάση αυτά τα κριτήρια προσιτότητας των τιμών έδειξαν ότι η Ελλάδα έχει:
- Το δεύτερο χαμηλότερο ARPU για σταθερές ευρυζωνικές υπηρεσίες (8,68 ευρώ) μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Το τρίτο χαμηλότερο μέσο έσοδο ανά χρήστη ως ποσοστό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μηνιαία βάση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Το δεύτερο χαμηλότερο μέσο έσοδο ανά χρήστη ως ποσοστό του μέσου καθαρού μηνιαίου μισθού (προσαρμοσμένου ως προς τα κόστη διαβίωσης σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης) μεταξύ 26 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκτός της Μάλτας).
- Το χαμηλότερο μέσο έσοδο ανά χρήστη ως ποσοστό του κατώτατου μισθού μεταξύ 21 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΕΕΤΤ στη σχετική της ανακοίνωση επισημαίνει γενικότερα ότι η ερμηνεία των αποτελεσμάτων ερευνών αξιολόγησης- σύγκρισης τιμών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταξύ χωρών πρέπει να γίνεται με προσεκτική αξιολόγηση των σχετικών μεθοδολογιών ώστε να μην δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις. Οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες αποτελούν έναν ιδιαίτερα δυναμικό κλάδο με συνεχείς εξελίξεις στους τομείς των υπηρεσιών και των υποδομών οι οποίες αναμένεται να συνεχιστούν και το επόμενο διάστημα (στο πλαίσιο της υλοποίησης των συγχρηματοδοτούμενων έργων και των ιδιωτικών επενδύσεων που έχουν ανακοινωθεί).
Από τα στοιχεία της ΕΕΤΤ που δημοσιεύονται κάθε εξάμηνο προκύπτει ότι υπάρχει ταχύτατη και σταθερή τάση μείωσης του κόστους των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών τα τελευταία 4 χρόνια στην χώρα μας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Συγκεκριμένα με τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ για τις μεταβολές μεταξύ 2020 και 2021 ο υποδείκτης των επικοινωνιών όπου εντάσσονται οι κινητές και σταθερές ηλεκτρονικές επικοινωνίες (με πολύ μεγάλο συντελεστή βαρύτητας) παρουσιάζει με μεγάλη διαφορά τη μεγαλύτερη ετήσια μείωση (κατά 2,5%) όταν ο Γενικός Δείκτης παρουσιάζει ετήσια αύξηση κατά 4,4% και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους υποδείκτες (άλλων ομάδων αγαθών και υπηρεσιών) παρουσιάζουν επίσης σημαντικές αυξήσεις.
Για την ΕΕΤΤ, όπως σημειώνεται από τη διοίκησή της, προτεραιότητα παραμένει η επιδίωξη για όσο το δυνατόν πιο προσιτές τιμές για τους καταναλωτές διασφαλίζοντας την καλύτερη δυνατή ποιότητα υπηρεσίας.