Επί τάπητος τίθεται από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) η κατάργηση του δικτύου χαλκού του ΟΤΕ (Copper Switch-off) και η μετάβαση στα δίκτυα οπτικών ινών (NGA – FTTC/FTTH) με τη δημόσια διαβούλευση που ξεκίνησε στο πλαίσιο του νέου κύκλου ανάλυσης της αγοράς τοπικής πρόσβασης των σταθερών τηλεπικοινωνιακών δικτύων και θα διαρκέσει έως και την 21η Μαΐου 2021.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης η στρατηγική είναι η σταδιακή κατάργηση του χαλκού έως το 2030. Όπως εκτιμάται, τα αποτελέσματα της διαβούλευσης της ΕΕΤΤ θα μελετηθούν από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης προκειμένου να καταρτίσει πιθανώς έναν οδικό χάρτη με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα.
Η κατάργηση του χαλκού δεν αφορά μόνον τον ΟΤΕ αλλά όλους του παρόχους (Vodafone, Wind και Forthnet) και έχει σημαντικό κόστος που μέχρι στιγμής δεν έχει εκτιμηθεί.
Όπως επισημαίνεται από την ΕΕΤΤ καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχή μετάβαση στα δίκτυα νέας γενιάς αποτελεί το κόστος, ιδιαίτερα στην περίπτωση των εναλλακτικών παρόχων, οι οποίοι αναγκάζονται να προσαρμοστούν στο πλάνο κατάργησης παραδοσιακών υποδομών του ΟΤΕ.
Η αλλαγή του επιχειρηματικού σχεδιασμού των εναλλακτικών παρόχων, οι απαιτήσεις αναβάθμισης του δικτύου και η απαξίωση εξοπλισμού που χρησιμοποιούν κατά τη διάθεση των λιανικών τους υπηρεσιών δυσχεραίνουν τις συνθήκες με ενδεχόμενες καθυστερήσεις στο πλάνο μετάβασης.
Με βάση τα παραπάνω η ΕΕΤΤ προτείνει ο ΟΤΕ να συμμετέχει στα κόστη μετάβασης των εναλλακτικών έτσι ώστε να υπάρξει κίνητρο για αυτούς. Όπως σημειώνεται μάλιστα σε περίπτωση που ο ΟΤΕ θελήσει να μεταβεί στην τελική κατάσταση του δικτύου νωρίτερα, μπορεί να αναλάβει μεγαλύτερο ποσοστό του σχετικού τέλους μετάβασης υπηρεσιών, με όρους διαφάνειας και μη διακριτικής μεταχείρισης.
Ο χαλκός του ΟΤΕ είναι το μοναδικό δίκτυο με πλήρη γεωγραφική κάλυψη της ελληνικής επικράτειας και οι πάροχοι εξακολουθούν να βασίζουν σε μεγάλο βαθμό την παροχή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες πάνω από το συγκεκριμένο δίκτυο, μέσω της Αδεσμοποίητης Πρόσβασης στον Τοπικό Βρόχο και τις υπηρεσίες συνεγκατάστασης, Φυσικής ή Απομακρυσμένης, στα Αστικά Κέντρα (ΑΚ) του ΟΤΕ. Με τις υπηρεσίες αυτές προσφέρουν σε επίπεδο λιανικής συνδέσεις ADSL ή VDSL από το ΑΚ, με ταχύτητες από 24Mbps έως και 50 Mbps.
Τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη της τεχνολογίας και οι επενδύσεις σε δίκτυα πρόσβασης οδήγησαν στην εισαγωγή εναλλακτικών υποδομών στο δίκτυο πρόσβασης με παράλληλη αλλαγή της αρχιτεκτονικής δικτύου. Ήδη από το 2012, οπτικές ίνες αντικατέστησαν τον χαλκό στο τμήμα του δικτύου από την υπαίθρια καμπίνα έως το ΑΚ. Ο ενεργός εξοπλισμός μεταφέρθηκε πιο κοντά στον τελικό χρήστη και οι υπηρεσίες δίνουν μεγαλύτερη ταχύτητα και καλύτερη ποιότητα.
Ακολούθως, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, υλοποιείται νέα αναβάθμιση στα δίκτυα πρόσβασης, κυρίως με την εισαγωγή της τεχνολογίας VDSL vectoring στο δίκτυο αρχιτεκτονικής FTTC, καθώς και ανάπτυξη δικτύων FTTH, με την οπτική ίνα να φτάνει μέχρι τον τελικό χρήστη. Πλέον, οι εμπορικά προσφερόμενες ταχύτητες ευρυζωνικής πρόσβασης φτάνουν τα 200 Mbps.
Σήμερα, το παραδοσιακό δίκτυο χαλκού λειτουργεί παράλληλα με τα δίκτυα επόμενης γενιάς, χωρίς να μπορεί να τα ανταγωνιστεί ούτε σε επίπεδο ταχύτητας της προσφερόμενης υπηρεσίας, ούτε σε επίπεδο ποιότητας υπηρεσίας. Η μετάβαση από το παραδοσιακό δίκτυο στα δίκτυα επόμενης γενιάς είναι προς το συμφέρον των τελικών χρηστών και θα βοηθήσει την επίτευξη των στόχων που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με τη διαθεσιμότητα και την κάλυψη των δικτύων πρόσβασης νέας γενιάς.
Παράλληλα, στις περιοχές που ο ΟΤΕ αναπτύσσει δίκτυα νέας γενιάς, είναι οικονομικά ασύμφορο να διατηρεί παράλληλες υποδομές, λόγω του αυξημένου κόστους συντήρησης και λειτουργίας.
Η μετάβαση χαρακτηρίζεται από την ΕΕΤΤ ως μία πολύ σύνθετη διαδικασία. Στόχος και υποχρέωση της Επιτροπής είναι να καθορίσει κατάλληλους όρους και προϋποθέσεις για μια αποτελεσματική διαδικασία μετάβασης, προκειμένου να καλύπτονται, μεταξύ άλλων, υποχρεώσεις έγκαιρης ειδοποίησης, διαφάνειας και διαθεσιμότητας εναλλακτικών προϊόντων πρόσβασης για τους παρόχους, τουλάχιστον συγκρίσιμης ποιότητας και να μην δημιουργηθούν νοθεύσεις και περιορισμοί του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές.
Το θέμα έχει αναλύσει τον τελευταίο ένα χρόνο σε διάφορες ομιλίες του ο πρόεδρος της ΕΕΤΤ, Κωνσταντίνος Μασσέλος. Πρόσφατα μιλώντας στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής επεσήμανε ότι «πρόκειται για πολιτική που συζητείται σε πολλές χώρες της Ευρώπης και γενικότερα σε όλο τον κόσμο» καθώς και ότι «είναι ο κατάλληλος χρόνος να συζητήσουμε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, καθώς υπάρχουν ευκαιρίες, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, που υποστηρίζει δράσεις ανάπτυξης τηλεπικοινωνιακών δικτύων».
Σύμφωνα επίσης με τον κ. Μασσέλο «η πανδημία, εκ των πραγμάτων, δημιούργησε περισσότερες ανάγκες συνδεσιμότητας με δίκτυα υψηλότερων ταχυτήτων και επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη διάσταση των πράσινων τεχνολογιών, δεδομένου ότι το δίκτυο του χαλκού είναι ενεργοβόρο, ενώ οι οπτικές ίνες είναι ένα πιο πράσινο δίκτυο».