Σημαντική ήταν η επίπτωση της ελάχιστης προσέλευσης τουριστών, λόγω πανδημίας, φέτος στα αποτελέσματα της Vodafone Ελλάδος.
Τα έσοδα από υπηρεσίες διαμορφώθηκαν στο δεύτερο τρίμηνο (Ιούλιος, Αύγουστος και Σεπτέμβριος) της οικονομικής της χρήσης 2020 – 2021 που ξεκινά την 1η Απριλίου και ολοκληρώνεται 31 Μαρτίου, σε 222 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 6,3% σε σχέση με πέρυσι. Σε επίπεδο εξαμήνου (Απρίλιος – Σεπτέμβριος) τα έσοδα από υπηρεσίες ήταν 421 εκατ. ευρώ, μειωμένα 7,4% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις που κάνει ο όμιλος κεντρικά για όλες τις θυγατρικές του τα συνολικά έσοδα της Vodafone Ελλάδος στο εξάμηνο διαμορφώθηκαν σε 452 εκατ. ευρώ, μειωμένα 7,3% σε σχέση με πέρυσι. Τα EBITDA (κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων) διαμορφώθηκαν σε 138 εκατ. ευρώ, μειωμένα 10,9% σε σχέση με πέρυσι, ωστόσο τα λειτουργικά κέρδη αυξήθηκαν 3% στα 66 εκατ. ευρώ.
Οι επενδύσεις που πραγματοποίησε η Vodafone στην Ελλάδα το πρώτο εξάμηνο της χρήσης της ήταν 66 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 3% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρσι. Η εταιρεία εμφανίζει αρνητικές ταμειακές ροές (37 εκατ. ευρώ) έναντι ταμειακών ροών ύψους 15 εκατ. πέρσι στο πρώτο εξάμηνο τα οικονομικής της χρήσης. Το γεγονός αυτό αποτυπώνει τη δυστοκία απλών συνδρομητών και επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Η πελατειακή βάση κινητής τηλεφωνίας μειώθηκε 13% (εξαιτίας εκκαθάρισης της συνδρομητικής βάσης στην καρτοκινητή) και έφτασε τα 4,2 εκατ. πελάτες. Το ποσοστό των συμβολαίων αυξήθηκε σε 38,9% από 37,4% το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο.
Στη σταθερή τηλεφωνία οι συνδρομητές στο τέλος του Σεπτεμβρίου ήταν 955 χιλιάδες αυξημένοι 1,9% σε σχέση με πέρυσι. Η κίνηση δεδομένων στην κινητή αυξήθηκε 23% στο τρίμηνο και κατά 26,8% στο εξάμηνο σε σχέση με πέρυσι.
Η αύξηση της χρήσης των υπηρεσιών στην κινητή είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του μέσου εσόδου ανά συνδρομητή (ARPU) κατά 15% στα 10,7 ευρώ. Ειδικότερα, στα συμβόλαια το ARPU μειώθηκε 7,6%, κάτι που αντανακλά την αποκλιμάκωση των τιμών, ενώ αυξήθηκε στην καρτοκινητή 28% ( ή κατά 1,2 ευρώ) εξαιτίας των πιο προσιτών πακέτων δεδομένων που αύξησαν τη χρήση στην υπό εξέταση περίοδο.