Στην προτελευταία θέση κατατάχθηκε η Ελλάδα στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2020 (με στοιχεία 2019 γι’αυτό περιλαμβάνεται και η Μεγάλη Βρετανία) μεταξύ των 28 χωρών μελών της ΕΕ ωστόσο έχει σημειώσει πρόοδο στην παράμετρο του ανθρώπινου κεφαλαίου και στον τομέα των ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (NGA).
Όπως εκτιμάται η εικόνα θα αλλάξει τουλάχιστον σε ορισμένους υπο-δείκτες του DESI όταν μετρηθούν τα δεδομένα του 2020 με την ολοκλήρωση των σε εξέλιξη επενδύσεων των παρόχων και τις ενέργειες για την ψηφιοποίηση του δημοσίου, ενώ να σημειωθεί ότι το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης έχει διατυπώσει στις αρμόδιες αρχές της ΕΕ επιφυλάξεις για τον τρόπο που γίνονται οι μετρήσεις αναφορικά με τη συνδεσιμότητα. Το τελευταίο διάστημα υπογραμμίζεται και το επιχείρημα της αντοχής που επέδειξαν τα δίκτυα κατά τη διάρκεια του lockdown.
Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκος Πιερρακάκης, έχει θέσει τον φιλόδοξο στόχο, στο τέλος της τετραετίας της σημερινής κυβέρνησης, η χώρα μας να έχει προσεγγίσει το μέσο ευρωπαϊκό όρο στον εν λόγω δείκτη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους αναλυτές του DESI κατά το προηγούμενο έτος, παρά την αύξηση της συνολικής βαθμολογίας της, η Ελλάδα σημείωσε περιορισμένη βελτίωση των επιδόσεών της. Ωστόσο, η Ελλάδα βελτίωσε τις επιδόσεις της όσον αφορά την παράμετρο του ανθρώπινου κεφαλαίου, σημειώνοντας πρόοδο σε όλους, σχεδόν, τους σχετικούς δείκτες. Για πρώτη φορά, το ποσοστό των ατόμων που έχουν τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες υπερβαίνει το 50 %. Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, η Ελλάδα προχωρεί με πολύ ταχείς ρυθμούς στον τομέα της ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (NGA), έχοντας σημειώσει σημαντική πρόοδο κατά 15 εκατοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, παραμένοντας όμως κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Βελτίωση αναμένεται με την υλοποίηση του Ultra Fast Broadband (UFBB) το δίκτυο οπτικών ινών που θα γίνει με τη μέθοδο ΣΔΙΤ και έχει προϋπολογισμό 870 εκατ. ευρώ με χρηματοδότηση και από την ΕΕ.
Αναλυτικά αναφορικά με τη συνδεσιμότητα με συνολική βαθμολογία 33,4 (σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, 50,1), η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η συνολική διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών συνδέσεων εξακολουθεί να εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς, με ποσοστό που ανέρχεται στο 76 % (κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 78 %). Αυτό, όπως σημειώνεται από τους συντάκτες του DESI, μπορεί να οφείλεται στις τιμές, οι οποίες παραμένουν σχετικά υψηλές σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, καθώς η Ελλάδα το 2018 κατατάχθηκε τελευταία και τώρα κατατάσσεται 26η μεταξύ των χωρών ΕΕ και στον δείκτη τιμών ευρυζωνικών συνδέσεων.
Η διείσδυση ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 30 Mbps παρουσιάζει αύξηση 6,4 ποσοστιαίων μονάδων και η διείσδυση ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 100 Mbps σημείωσε ελαφρά αύξηση, από 0,3 % το 2018 σε 0,8 % το 2019.
Επίσης η Ελλάδα προχωρά με ιδιαίτερα ταχύ ρυθμό στην κάλυψη ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (NGA), αφού σημείωσε σημαντική πρόοδο 15 ποσοστιαίων μονάδων το 2019 και έφτασε σε ποσοστό 81%, δηλαδή μόλις 5 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο του 86% της ΕΕ. Επιπλέον, η χώρα άρχισε επιτέλους να συμμετέχει στην ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας και η κάλυψη σταθερών δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας έφθασε το 7% από 0% το προηγούμενο έτος, όμως βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 44%. Παρά την αύξηση της διείσδυσης κινητών ευρυζωνικών επικοινωνιών κατά 11 μονάδες, ο τρέχων αριθμός είναι 86 συνδρομές ανά 100 άτομα, κατά πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο των 100 συνδρομών ανά 100 άτομα στην ΕΕ. Οι επιδόσεις της Ελλάδας όσον αφορά την τεχνολογία 4G είναι καλύτερες, καθώς η μέση κάλυψη ανέρχεται σε 97%, υπερβαίνοντας ελαφρώς τον μέσο όρο της ΕΕ (96%).
Η Ελλάδα έχει βαθμολογηθεί με 0 στον δείκτη ετοιμότητας 5G, όμως σημειώνεται ότι το υπουργείο δρομολόγησε την εκπόνηση νέας μελέτης για την κατάρτιση της στρατηγικής για τα δίκτυα 5G, η οποία θα ολοκληρωθεί στα μέσα του 2020.
Οι επιδόσεις της Ελλάδας στην ενότητα «Ανθρώπινο κεφάλαιο» είναι αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο στην ΕΕ, παρότι η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο. Το 2019 το 51% των ατόμων ηλικίας 16 έως 74 ετών είχε τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες (58% στην ΕΕ), ποσοστό που ισοδυναμεί με αύξηση άνω των 5 ποσοστιαίων μονάδων σε διάστημα ενός έτους, κατά πολύ υψηλότερη από τον μέσο όρο ανόδου κατά 1 ποσοστιαία μονάδα στην ΕΕ. Το ποσοστό των ατόμων με τουλάχιστον βασικές δεξιότητες χρήσης λογισμικού αυξάνεται επίσης ικανοποιητικά, από 52% το 2018 σε 56% το 2019, με ρυθμό ανόδου ταχύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το ποσοστό των ειδικών ΤΠΕ επί του συνόλου των εργαζομένων εξακολουθεί να βελτιώνεται με τον ίδιο ρυθμό όπως και τα προηγούμενα τρία έτη, αλλά παραμένει χαμηλό (1,8 %) σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 3,9 % στην ΕΕ. Το ποσοστό των γυναικών ειδικών ΤΠΕ επί του συνόλου των εργαζόμενων γυναικών ανέρχεται σε 0,5 % και εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλό σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (1,4%), παρά την ελαφρά αύξηση κατά 0,1%, η οποία συνιστά βελτίωση δεδομένης της στασιμότητάς του κατά τα προηγούμενα τρία έτη.
Όσον αφορά την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 24η θέση στην ΕΕ. Ο αριθμός των επιχειρήσεων στην Ελλάδα που συμμετέχουν σε ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών εξακολουθεί να αυξάνεται και παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το ποσοστό των επιχειρήσεων που κάνουν χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης παρουσίασε μικρή μείωση το 2019, όπως επίσης και το ποσοστό των ΜΜΕ που πραγματοποίησαν πωλήσεις μέσω διαδικτύου το 2019 (9%, μείωση κατά 2% σε σύγκριση με το 2018). Αν και το μερίδιο του κύκλου εργασιών τους που προήλθε από το διαδίκτυο δεν μειώθηκε, εξακολουθεί να είναι χαμηλό, μόλις στο 4% του συνολικού κύκλου εργασιών.
Συνολικά, η χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών στην Ελλάδα υπολείπεται πολύ του μέσου όρου της ΕΕ. Όμως, ο αριθμός των χρηστών του διαδικτύου αυξάνεται και μεγάλο ποσοστό αυτών εκδηλώνει ενδιαφέρον για σειρά διαδικτυακών δραστηριοτήτων. Οι δημοφιλέστερες διαδικτυακές δραστηριότητες εξακολουθούν να είναι η ανάγνωση των ειδήσεων, η πραγματοποίηση βιντεοκλήσεων και η χρήση των κοινωνικών δικτύων, σε ποσοστό αρκετά υψηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ. Το 88% των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου ενημερώνονται στο διαδίκτυο, ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο του 72% της ΕΕ. Η πραγματοποίηση βιντεοκλήσεων άγγιξε το 67% το 2019, πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (60% το 2019). Η χρήση διαδικτυακών τραπεζικών υπηρεσιών (40% το 2019), παρότι εμφανίζεται αυξημένη για τρίτο συνεχόμενο έτος, παραμένει πολύ κάτω από τον μέσο όρο του 66% της ΕΕ. Το ίδιο ισχύει και για τις ηλεκτρονικές αγορές, το ποσοστό των οποίων αυξήθηκε στο 51 % των χρηστών του διαδικτύου, αλλά παραμένει κάτω από τον μέσο όρο του 71% της ΕΕ.
Όσον αφορά τη διάσταση των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 27η θέση στην ΕΕ, αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά κατέγραψε αύξηση 5,1 μονάδων κατά το προηγούμενο έτος, ακολουθώντας τη μέση αύξηση 5 μονάδων της ΕΕ. Σύμφωνα με τον δείκτη ωριμότητας των ανοικτών δεδομένων, το 2019 η Ελλάδα (66%) βρισκόταν στον μέσο όρο της ΕΕ (66%). Από την πλευρά της προσφοράς (όσον αφορά την παροχή διαδικτυακών δημόσιων υπηρεσιών), η Ελλάδα συνέχισε να σημειώνει πρόοδο το 2019, με 25/100 προσυμπληρωμένα έντυπα σε σύγκριση με 23/100 το 2018, αλλά παραμένει πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ο αριθμός των χρηστών του διαδικτύου που είναι ενεργοί χρήστες υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης ανέρχεται σε ποσοστό 39 % και εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο του 67 % στην ΕΕ, παρά την αύξηση της τάξης του 3 % το 2019. Η διαθεσιμότητα ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών για τις επιχειρήσεις αυξήθηκε (σε 63 το 2019), αλλά όχι αρκετά ώστε να προσεγγίσει τον μέσο όρο της ΕΕ (88 το 2019).
Αναφορικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Δανία και οι Κάτω Χώρες κατέχουν ηγετική θέση όσον αφορά τις συνολικές ψηφιακές επιδόσεις στην ΕΕ. Η Μάλτα, η Ιρλανδία και η Εσθονία ακολουθούν αμέσως μετά. Ο Διεθνής Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (I-DESI) δείχνει ότι οι χώρες της ΕΕ με τις καλύτερες επιδόσεις πρωτοπορούν επίσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ δεν είναι πρωτοπόροι στον ψηφιακό τομέα, γεγονός που δείχνει ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός πρέπει να επιταχυνθεί προκειμένου η ΕΕ να υλοποιήσει επιτυχώς τον διττό ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό. Τα τελευταία 5 χρόνια, η Ιρλανδία έχει σημειώσει τη σημαντικότερη πρόοδο, ακολουθούμενη από τις Κάτω Χώρες, τη Μάλτα και την Ισπανία. Οι χώρες αυτές σημειώνουν επίσης επιδόσεις πολύ υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, όπως μετράται με βάση τη βαθμολογία DESI.
Συνολικά στην Ευρώπη η συνδεσιμότητα έχει βελτιωθεί, αλλά πρέπει να γίνουν περισσότερα για να καλυφθούν οι ταχέως αυξανόμενες ανάγκες. Τα κράτη μέλη εργάζονται για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των νέων κανόνων της ΕΕ που θεσπίστηκαν το 2018, με σκοπό την προώθηση των επενδύσεων στα δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας, τόσο σταθερών όσο και κινητών επικοινωνιών. Το 2019, το 78 % των νοικοκυριών είχε συνδρομή σε σταθερή ευρυζωνική σύνδεση, έναντι 70 % πριν από 5 χρόνια, και τα δίκτυα 4G καλύπτουν σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού της Ευρώπης. Ωστόσο, μόνο 17 κράτη μέλη έχουν ήδη εκχωρήσει φάσμα στις πρωτοπόρες ζώνες 5G (5 χώρες περισσότερες σε σύγκριση με πέρσι). Η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ουγγαρία και η Ιταλία είναι οι πλέον προηγμένες όσον αφορά την ετοιμότητα για τα δίκτυα 5G. Σταθερά ευρυζωνικά δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας διατίθενται στο 44 % των νοικοκυριών της ΕΕ.
Όπως επισημαίνεται μεγαλύτερη πρόοδος απαιτείται όσον αφορά τις ψηφιακές δεξιότητες, δεδομένου ότι η κρίση του κορονοϊού κατέδειξε ότι οι επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες είναι κρίσιμης σημασίας για να μπορούν οι πολίτες να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες και υπηρεσίες. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της ΕΕ, το 42 %, εξακολουθεί να μην διαθέτει ούτε καν βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Το 2018, σε ολόκληρη την ΕΕ εργάζονταν περίπου 9,1 εκατομμύρια άνθρωποι ως ειδικοί ΤΠΕ, 1,6 εκατομμύρια περισσότεροι σε σύγκριση με 4 χρόνια νωρίτερα. Το 64 % των μεγάλων επιχειρήσεων και το 56 % των ΜΜΕ που προσέλαβαν ειδικούς ΤΠΕ κατά τη διάρκεια του 2018 ανέφεραν ότι οι κενές θέσεις για ειδικούς ΤΠΕ ήταν δύσκολο να πληρωθούν.