Η Vodafone TV έχει εξελιχθεί σε έναν από τους ισχυρούς παίκτες της video on demand αγοράς στην Ελλάδα και συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση ενός νέου τοπίου, όσον αφορά το home entertainment γενικότερα. Η γκάμα της περιλαμβάνει εκατοντάδες δημοφιλείς ταινίες, παλιές και νεότερες, ακόμη και νέες κυκλοφορίες, ενώ μεγάλη προσοχή έχει δωθεί και στη δημιουργία μιας πλούσιας συλλογής από νέες τηλεοπτικές σειρές που γνωρίζουν επιτυχία στο εξωτερικό, επιτρέποντας στους Έλληνες θεατές να απολαμβάνουν τα καινούρια επεισόδια, άμα τη κυκλοφορία τους.
Το InfoCom είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον κ. Ανδρέα Γεωργιάδη, Pay TV Manager της Vodafone και έμπειρο στέλεχος με πολυετή παρουσία στην αγορά της συνδρομητικής τηλεόρασης, ο οποίος μας μίλησε για την έως τώρα πορεία της πλατφόρμας αλλά και τα μελλοντικά σχέδια της εταιρείας γι’αυτήν.
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, η πλατφόρμα Vodafone TV βρίσκεται σε ένα αρκετά καλό στάδιο, με 63 συνολικά διαθέσιμα κανάλια, έπειτα και τη συμφωνία με τη Nova, όμως έχουν αναγνωριστεί σημεία που χρήζουν βελτίωσης και γίνονται διορθωτικές κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση. Η Vodafone TV δεν έχει κάτι να ζηλέψει από τις αντίστοιχες προτάσεις του ανταγωνισμού, ο on demand κατάλογος (που είχε ξεκινήσει να δημιουργείται αρκετά χρόνια πριν, από την εποχή του HOL MyTV) συνεχίζει να εμπλουτίζεται και είναι αρκετά μεγάλος, ενώ με την προσθήκη του premium αθλητικού περιεχομένου, πλέον, οι θεατές έχουν όλων των ειδών τα προγράμμα στο χέρι τους.
Αυτή τη στιγμή, 1,1 εκατομμύρια ελληνικά νοικοκυριά (σε σύνολο 4,2 εκατομμυρίων) χρησιμοποιούν κάποια από τις διαθέσιμες πλατφόρμες συνδρομητικής τηλεόρασης, αριθμός που ο κ.Γεωργιάδης θεωρεί “ταβάνι” στην παρούσα φάση, αν και εξακολουθεί να υπάρχει σταθερή αύξηση των συνδρομητών. Η Vodafone βρίσκεται στην 3η θέση σε μερίδιο στην αγορά (περί το 10%), πίσω από Cosmote και Nova, αλλά με την ανάπτυξή της τη σεζόν 2017/2018 να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, αντίστοιχα της Cosmote TV.
Φυσικά, τα αθλητικά κανάλια της Nova, στα οποία οι συνδρομητές Vodafone TV μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση, έδωσαν σημαντική ώθηση στην πλατφόρμα και προσέλκυσαν χρήστες που ενδιαφέρονται για το αθλητικό περιεχόμενο, κυρίως αντρικό πληθυσμό, νέας ή μέσης ηλικίας, όχι απαραίτητα οικογενειάρχες. Έτσι, η πλατφόρμα συνολικά έλαβε μεγάλη ώθηση και αύξησε σημαντικά το μερίδιό της, ενώ ανοίχτηκε μπροστά της ένα νέο περιθώριο ανάπτυξης.
“Πως διαφοροποιείται από τον ανταγωνισμό η Vodafone TV”, ήταν μια από τις ερωτήσεις μας προς τον κ. Γεωργιάδη. Η Vodafone TV διαθέτει αυτή τη στιγμή τα 63 προαναφερθέντα κανάλια, χωρισμένα σε διάφορες θεματικές ενότητες (lifestyle, ντοκιμαντέρ, food, travel κ.λπ.), premium αθλητικό περιεχόμενο και φυσικά, το on-demand περιεχόμενο, το οποίο ο κ.Γεωργιάδης θεωρεί το “ισχυρό όπλο” της Vodafone, κάτι στο οποίο επένδυσε από την πρώτη στιγμή. Η φιλοσοφία αυτή συνοψίζεται στην εξής πρόταση: Οτιδήποτε δεν είναι ζωντανό, δεν υπάρχει λόγος να προβάλλεται “ζωντανά”. Ο on-demand κατάλογος της Vodafone TV περιλαμβάνει πάνω από 11.000 ταινίες/σειρές, χάρη στη συμφωνία με μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού, περιεχόμενο που προσφέρεται είτε δωρεάν, είτε επί πληρωμή. Οι σειρές είναι θεμέλιος λίθος της πλατφόρμας και η συμφωνία με ξένα κανάλια όπως το Fox, προσφέρουν χιλιάδες τίτλους με εκατοντάδες επεισόδια έκαστος, στους συνδρομητές, ενώ υπάρχουν και αποκλειστικότητες όπως η υπηρεσία ANT1 Next. Το διαφοροποιό στοιχείο σε σχέση με τον ανταγωνισμό, λοιπόν, είναι ο on-demand κατάλογος, σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη.
Όπως προείπαμε, ενώ μεγάλο μέρος του περιεχομένου προσφέρεται στους συνδρομητές ελεύθερα, υπάρχουν συγκεκριμένα live κανάλια αλλά και ταινίες που είναι διαθέσιμες προς “ξεκλείδωμα” ή ενοικίαση, έναντι ενός μικρού επιπλέον τιμήματος. Πόσοι Έλληνες επιλέγουν το εν λόγω περιεχόμενο, όμως; Είναι μια “συνήθεια” που έχει και εποχικό χαρακτήρα σύμφωνα με τον κ.Γεωργιάδη (π.χ. μια επιτυχημένη κυκλοφορία ενός blockbuster στους κινηματογράφους θα αυξήσει τις ενοικιάσεις μέσω της πλατφόρμας, αλλά ακόμη και ο χρόνος θέασης αυξομειώνεται ανάλογα με την εποχή του χρόνου) και παρ’ότι δεν μας ανακοινώθηκαν συγκεκριμένα ποσοστά, ο αριθμός ενοικιάσεων είναι 2,7 φορές μεγαλύτερος από αυτό των μεγάλων πλατφόρμων της Ευρώπης, με τον Έλληνα χρήστη να κάνει κατά μέσο όρο 5-10 ενοικιάσεις το χρόνο (ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται περίπου στις 3 ενοικιάσεις το χρόνο). Μάλιστα, ένα ποσοστό χρηστών αγγίζει ακόμα και τις 50 ενοικιάσεις το χρόνο, μέσω της Vodafone TV.
Αν θα θέλαμε να εντοπίσουμε τα κριτήρια με τα οποία ο Έλληνας χρήστης επιλέγει συνδρομητική τηλεόραση, υπάρχει μια σημαντική αλλαγή που συντελείται τα τελευταία χρόνια. Μέχρι πρόσφατα, το premium αθλητικό περιεχόμενο ήταν αυτό που “δελέαζε” το χρήστη, όμως η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει, καθώς όλο και περισσότεροι χρήστες, ιδίως νέας ηλικίας, οι οποίοι καταναλώνουν “αρκετό” περιεχόμενο online και γαλουχήθηκαν με αυτή τη συνήθεια, αρχίζουν να προστίθενται στη βάση Ελλήνων συνδρομητών, αποζητώντας ποιοτικό περιεχόμενο (ταινίες, σειρές, κανάλια), διαθέσιμο άμεσα και με επιπλέον δυνατότητες και ευκολίες μέσω της πλατφόρμας, που δε μπορούν να βρουν αλλού (π.χ. θέαση σε πολλαπλές συσκευές κ.λπ.).
Επί τη ευκαιρία της αναφοράς αυτής, ρωτήσαμε τον κ. Γεωργιάδη αν υπάρχουν πλάνα για τηδιαθεσιμότητα του Vodafone TV σε λοιπές συσκευές του χρήστη (π.χ. smartphone, tablet, laptop) πλην της τηλεόρασης με την οποία συνδέεται ο αποκωδικοποιητής. Η Vodafone οδεύει ενεργά προς αυτή την κατεύθυνση, αναπτύσσει το δικό της interface για να δώσει μια εύχρηστη λύση στο χρήστη και θα ανακοινωθούν αλλαγές πολύ σύντομα, πιθανότατα εντός του φθινοπώρου, ώστε να “προλάβει” τη χειμερινή περίοδο.
Όσον αφορά την ποιότητα του περιεχομένου, 8 κανάλια της Vodafone TV αυτή τη στιγμή προβάλλουν FullHD περιεχόμενο και ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί εντός των επόμενων μηνών. Τονίζεται, ωστόσο, με βάση τα στοιχεία της αγοράς πως αρκετοί Έλληνες έχουν αποκτήσει FullHD και 4K capable τηλεοράσεις, αλλά λίγοι εξ’αυτών τις χρησιμοποιούν για να βλέπουν υψηλής ανάλυσης περιεχόμενο. Η “υποδομή” υπάρχει, λοιπόν, αλλά απουσιάζει το περιεχόμενο και η τεχνολογική “παιδεία”.
Σε ερώτησή μας για πιθανή συνεργασία της Vodafone με πλατφόρμες όπως το Netflix, δεν αποκλείστηκε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά χωρίς να αναφερθεί ο κ.Γεωργιάδης σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση.
Ως γνωστόν, οι “δρόμοι” των Vodafone και Forthnet τείνουν να ενωθούν, αν και η διαδικασία βρίσκεται σε αρκετά πρώιμο στάδιο. Η σχέση των δύο εταιρειών χαρακτηρίστηκε ως “συμβιωτική” και σε περίπτωση που οι εξελίξεις “τρέξουν”, θα δούμε την πλατφόρμα της Vodafone TV να εμπλουτίζεται και να ενισχύεται ακόμη περισσότερο, χάρη στο περιεχόμενο (και όχι μόνο) της Forthnet.
Ποιά είναι, όμως, η σχέση της συνδρομητικής τηλεόρασης και των ελεύθερων, “παραδοσιακών” τηλεοπτικών καναλιών; Σύμφωνα με τον κ.Γεωργιάδη, είναι μια σχέση που “δεν έχει καν ξεκινήσει” στην Ελλάδα, αν και στο εξωτερικό υφίστανται διάφορα μοντέλα συμβίωσης, χωρίς να θεωρούνται ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Η Vodafone έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια συνεργασίας με ελεύθερο τηλεοπτικό κανάλι, τον ANΤ1, θεωρώντας πως απευθύνονται σε διαφορετικό κοινό και συνδυαστικά μπορούν να επωφεληθούν και οι δύο πλευρές. Ένα πιθανό μοντέλο που θα μπορούσε να λειτουργήσει στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, θα ήταν αυτό των συμπαραγωγών (δεδομένης και της αδυναμίας των τηλεοπτικών καναλιών να χρηματοδοτήσουν ποιοτικές παραγωγές, από την κρίση και έπειτα), ενώ οι συνδρομητικές τηλεοράσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα ελεύθερα κανάλια να έχουνκαλύτερη, πιο στοχευμένη διείσδυση του περιεχομένου τους στο ελληνικό κοινό. Ακόμη και η παραγωγή 2-3 σειρών το χρόνο από κάθε ελεύθερο κανάλι θα ήταν μια θετική εξέλιξη, συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάπτυξη όλης της αγοράς, ενώ ακόμη και σε επίπεδο διαφήμισης, θα μπορούσαν να υπάρξουν συνέργειες και μια αμφίδρομη σχέση, μεταξύ των δύο πλευρών.
Τέλος, αναφορά έγινε και στο μέγεθος και την πορεία της διαφημιστικής αγοράς. Οι συνδρομητικές πλατφόρμες έχουν αγγίξει ελάχιστα την “πίτα” αυτή, προς το παρόν, ωστόσο υπάρχει μεγάλο περιθώριο και η γνώμη του κ.Γεωργιάδη είναι πως πρέπει να εκμεταλλευθούν τιςτεχνικές δυνατότητες που τους δίνονται για να “φθάσουν” στο χρήστη, πάντα εντός των ηθικών και νομικών ορίων που υφίστανται, χωρίς να επηρεάζουν αρνητικά και την εμπειρία θέασης αλλά και σεβόμενοι την ιδιωτικότητά του.