Στην τελευταία θέση της κατάταξης των ανεπτυγμένων οικονομιών όσον αφορά την αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας Connectivity Scorecard 2011. Η βαθμολογία της χώρας είναι 4,22 και τη φέρνει στην 25η θέση μεταξύ των 25 ανεπτυγμένων οικονομιών που εξετάζει η έρευνα και απέχει σημαντικά από την πρώτη Σουηδία, η βαθμολογία της οποίας είναι 7,84.
Η Ελλάδα με βαθμολογία 4,22 διατηρεί την τελευταία θέση στην κατάταξη με τις 25 ανεπτυγμένες οικονομίες που καθοδηγούνται από την καινοτομία (innovation driven), στον πίνακα με τους δείκτες συνδεσιμότητας του 2011 (Connectivity Scorecard 2011 index1), γεγονός που κάθε άλλο παρά τιμητικό είναι για τον κλάδο ΤΠΕ της χώρας. Πρόκειται μάλιστα για μια ακόμα έρευνα που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, ότι πρέπει να ληφθούν δραστικά μέτρα, προκειμένου η χώρα να επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά μέσα από την χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών.
Η Ελλάδα να «επαναεφεύρει» τον εαυτό της
Η εν λόγω ετήσια έρευνα πραγματοποιείται για λογαριασμό της Nokia Siemens Networks, ενός εκ των κορυφαίων κατασκευαστών τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, από ομάδα μελετητών του Πανεπιστημίου του Κάλγκαρι σε συνεργασία με τις εταιρείες συμβούλων Berkeley Research Group και Communicea. Στόχος της έρευνας είναι να εντοπίσει σε ποιο βαθμό κάθε μία από τις εξεταζόμενες χώρες αξιοποιεί τις υποδομές της, τις δεξιότητες των κατοίκων της, τις εφαρμογές και τη γενικότερη χρήση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, προκειμένου να ενισχύσει την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Το βασικό συμπέρασμα της φετινής έρευνας είναι πως οι χώρες που συνεχίζουν να επενδύουν σε υποδομές, εφαρμογές και υπηρεσίες πληροφορικής και επικοινωνιών, προωθώντας ταυτόχρονα τις σχετικές δεξιότητες και τη χρήση τους, θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις επιπτώσεις της παγκόσμιας ύφεσης και να ενισχύσουν την κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη τους. Όσον αφορά στην Ελλάδα, η μελέτη επισημαίνει πως παρά τα υψηλά ποσοστά χρήσης των κινητών τηλεφώνων, έχει χαμηλές επιδόσεις όσον αφορά τη διείσδυση της ευρυζωνικότητας αλλά και αναφορικά με την αξιοποίηση των ψηφιακών υπηρεσιών. Μάλιστα, οι μελετητές υποστηρίζουν ότι η χώρα θα πρέπει να «επανεφεύρει» τον εαυτό της προκειμένου να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση.
Βαθμολογία | Βαρύτητα | |
Καταναλωτής Υποδομή | 0,59 (0,95)* | 0,17 |
Καταναλωτής Χρήση & δεξιότητες | 0,26 (0,79)* | 0,17 |
Επιχειρήσεις Υποδομή | 0,49 (0,86)* | 0,23 |
Επιχειρήσεις Χρήση & δεξιότητες | 0,41 (0,83)* | 0,34 |
Δημόσιος τομέας Υποδομή | 0,15 (0,79)* | 0,04 |
Χρήση & δεξιότητες | 0,33 (0,79)* | 0,05 |
Φτωχές επιδόσεις
Η Ελλάδα βρισκόταν στην ίδια θέση και το 2010 με βαθμολογία 3,44 και όπως φαίνεται συνεχίζει την ίδια «μη δυναμική» πορεία. Παρά το γεγονός του ότι η χώρα μας έχει να επιδείξει ένα σημαντικά μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σύγκριση με πολλές από τις οικονομίες της ανατολικής Ευρώπης που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο, η απόδοση της Ελλάδας στις περισσότερες παραμέτρους του δείκτη είναι φτωχή. Σε 19 από τις 40 συνυπολογιζόμενες παραμέτρους η χώρα μας κατατάσσεται στην τελευταία πεντάδα. Η Ελλάδα εμφανίζεται ιδιαίτερα αδύναμη σε μετρήσεις που έχουν σχέση με το Διαδίκτυο, και συγκεκριμένα τη χρήση του από τους καταναλωτές και την υποδομή του δημόσιου τομέα. Παρ’ όλα αυτά οι επιδόσεις σε κάποιες μετρήσεις που έχουν σχέση με την τηλεφωνία είναι ικανοποιητικές. Με την υπάρχουσα οικονομική κρίση, οι προσπάθειες να βελτιωθεί το επίπεδο χρήσης Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) ίσως μπορούσαν να δώσουν την απαιτούμενη ώθηση για οικονομική ανάπτυξη.
Δυνατά σημεία
Η Ελλάδα παρουσιάζεται ισχυρή σε λίγα σχετικά σημεία και εμφανίζεται μέσα στις πρώτες 10 θέσεις μόνο σε πέντε από τις μετρούμενες παραμέτρους. Αν και αυτές οι σχετικά δυνατές επιδόσεις διανέμονται σε τέσσερις από τις 6 κατηγορίες που απαρτίζουν το Connectivity Scorecard, δεν αρκούν για να προωθήσουν ουσιαστικά την Ελλάδα σε υψηλότερη θέση σε καμιά κατηγορία.
Η διείσδυση των σταθερών γραμμών τηλεφωνίας στην Ελλάδα είναι σχετικά υψηλή – βρίσκεται ανάμεσα στις 10 πρώτες θέσεις από τις 25 οικονομίες που καθοδηγούνται από την καινοτομία. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η αύξηση πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα αυτών των χωρών, στις οποίες αναπτύσσονται τάσεις αντικατάστασης της σταθερής από την κινητή τηλεφωνία. Στην κατηγορία της χρήσης από το καταναλωτικό κοινό, η Ελλάδα εμφανίζεται σε καλή θέση όσον αφορά τη σταθερή αλλά και την κινητή τηλεφωνία.
Από την πλευρά του επιχειρηματικού τομέα, η Ελλάδα εμφανίζει σχετικά καλή επίδοση όσον αφορά το κομμάτι των εταιρικών υπηρεσιών δεδομένων (data services) -μετρούμενο βάσει εσόδων- με υπηρεσίες IP VPN και Ethernet (π.χ. νέα πρωτόκολλα data στη θέση των παραδοσιακών πρωτοκόλλων). Θα πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι η Ελλάδα δε διαθέτει παραδοσιακά υποδομή τέτοιου είδους και οι εταιρικές υπηρεσίες data είναι σχετικά «νέες» στην ελληνική αγορά. Η αύξηση της χρήσης των εταιρικών υπηρεσιών data σε κινητά δίκτυα, είναι επίσης σχετικά υψηλή.
Επιπλέον -και αυτό αποτελεί μάλλον έκπληξη-, αν και η χώρα έχει φτωχές επιδόσεις σε όλες τις άλλες μετρούμενες παραμέτρους που έχουν σχέση με την δημόσια διοίκηση και τον δημόσιο τομέα, εμφανίζει σχετικά καλές επιδόσεις στο ποσοστό των επιχειρήσεων που οι οποίες χρησιμοποιούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες e-government. Στην πραγματικότητα, αυτή η χρήση υπηρεσιών e-government στην Ελλάδα είναι αναλογικά μεγαλύτερη σε σύγκριση αυτής που εμφανίζουν κάποιες περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Γαλλία.
Αδυναμίες
Οι επιδόσεις της Ελλάδας και στις έξι κατηγορίες του δείκτη χαρακτηρίζονται από πολλαπλές αδυναμίες. Από την πλευρά της υποδομής για τον καταναλωτή, η διείσδυση της ευρυζωνικότητας και των ασύρματων δικτύων, μαζί με το ποσοστό των διευθύνσεων ΙΡ με ταχύτητες πάνω από 5Mbps, είναι αρκετά χαμηλά. Εκτός από αυτές τις αδυναμίες της υποδομής, η χρήση εκ μέρους των καταναλωτών είναι επίσης, ένα αδύνατο σημείο, παρά τις σχετικά υψηλές επιδόσεις στη χρήση φωνητικών υπηρεσιών σε δίκτυα σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας. Μόλις το 27% του πληθυσμού της Ελλάδας είναι συχνοί χρήστες του Διαδικτύου, σε σύγκριση με το 50-70% των χωρών που προηγούνται. Αυτό έχει σαν συνέπεια, η ανάπτυξη υπηρεσιών όπως το Internet banking ή οι αγορές μέσω Διαδικτύου να προσδιορίζουν την Ελλάδα, ως τη χαμηλότερη από τις οικονομίες που καθοδηγούνται από την καινοτομία.
Στον τομέα των επιχειρήσεων, η Ελλάδα συνεχίζει να εμφανίζει πενιχρές αποδόσεις, τόσο στις μετρούμενες παραμέτρους που αφορούν την υποδομή, όσο και την χρήση. Στη χώρα μας η διείσδυση προσωπικών υπολογιστών είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με αυτή στις άλλες Μεσογειακές χώρες ή ακόμη και με αυτήν στις ηγέτιδες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης. Η χρήση ευρυζωνικών συνδέσεων από τις επιχειρήσεις, οι υπηρεσίες τηλεφωνίας προς επιχειρήσεις και η χρήση ασφαλών διακομιστών βρίσκεται ακόμη πολύ χαμηλά. Επιπλέον, η κατά κεφαλήν δαπάνη για υπηρεσίες ΙΤ στις επιχειρήσεις είναι η χαμηλότερη σε όλες τις οικονομίες που καθοδηγούνται από την καινοτομία – 20% σε σύγκριση με χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, και κάτω από 10% συγκριτικά με τις χώρες που καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις.
Η Ελλάδα έχει επίσης, να επιδείξει μικρές επιδόσεις στις μετρούμενες παραμέτρους που έχουν σχέση με τη δημόσια διοίκηση και τον δημόσιο τομέα όσον αφορά την υποδομή και την χρήση. Οι δαπάνες της δημόσιας διοίκησης για εξοπλισμό Η/Υ, λογισμικό και υπηρεσίες είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη ανά κεφαλήν. Ο ΟΗΕ κατατάσσει την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις (ανάμεσα στις οικονομίες που καθοδηγούνται από την καινοτομία) της λίστας που αφορά δείκτες υπηρεσιών e-government και συμμετοχής, με μόνο το 10% περίπου του πληθυσμού να χρησιμοποιεί υπηρεσίες e-government.
Συμπεράσματα
Αν και η Ελλάδα επέδειξε μια βελτίωση στην συνολική της κατάταξη, η απόδοσή της σε σχέση με το 2010 δεν είναι αρκετά εντυπωσιακή συγκρινόμενη με τις άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες στη λίστα. Η χώρα εμφανίζει τις φτωχότερες επιδόσεις ειδικά στον τομέα της ανάπτυξης υποδομών, στις επενδύσεις σε Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), καθώς και στη χρήση αυτών των τεχνολογιών.
Υπάρχουν πολλοί τομείς στους οποίους η Ελλάδα θα μπορούσε να βελτιώσει την ανάπτυξη και τη χρήση των ΤΠΕ. Από την πλευρά του καταναλωτή, η Ελλάδα θα μπορούσε να βελτιώσει την υποδομή των ευρυζωνικών υπηρεσιών και να ενθαρρύνει την χρήση εμπορικών και διοικητικών online υπηρεσιών. Οι τομείς των επιχειρήσεων και της δημόσιας διοίκησης έχουν σημαντικές προοπτικές για να βελτιώσουν την ανάπτυξη του ΙΤ σε επίπεδο εξοπλισμού. Η αύξηση των επενδύσεων σε ΤΠΕ θα μπορούσε να δώσει την προώθηση για την ζητούμενη ανάπτυξη σε μια χώρα που παλεύει να βγει από μια περίοδο οικονομικών αναταράξεων.
2011 vs. 2010
Η βαθμολογία του 4,22 για την Ελλάδα, το 2011, συγκρίνεται με το 3,44 του 2010. Αν και υπάρχει μια σημαντική βελτίωση στις βαθμολογίες, η χώρα συνεχίζει να εμφανίζεται στην τελευταία θέση της λίστας, λόγω της αλλαγής στο βάρος των μετρούμενων παραμέτρων. Αν η βαθμολογία γινόταν όπως το 2010, η Ελλάδα θα συγκέντρωνε 4,21 βαθμούς και θα βρισκόταν μπροστά από την Πολωνία. Μια σημαντική αλλαγή η οποία θα πρέπει να αναφερθεί είναι η αλλαγή στις βαθμολογίες όσον αφορά την υποδομή των καταναλωτών, των επιχειρήσεων και της δημόσιας διοίκησης, καθώς και την χρήση εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης.
Η αλλαγή του δείκτη απόδοσης της υποδομής των καταναλωτών στις περισσότερες χώρες εφέτος2 οφείλεται στο ότι συμπεριελήφθησαν τρεις επί μέρους δείκτες οι οποίοι αντιστάθμισαν την απόδοση κάθε χώρας. Αυτοί τρεις δείκτες είναι: (α) ευρυζωνική κάλυψη σταθερού δικτύου (β) κάλυψη 3G και (γ) διείσδυση μοναδικών χρηστών κινητής τηλεφωνίας. Για τους δύο πρώτους δείκτες, οι περισσότερες «καθοδηγούμενες από την καινοτομία» οικονομίες παρουσιάζουν τουλάχιστον 80% με 85% πληθυσμιακή κάλυψη με ασύρματα και σταθερά ευρυζωνικά δίκτυα. Όσον αφορά τον τρίτο δείκτη, στις περισσότερες χώρες τουλάχιστον το 60% του πληθυσμού διαθέτει συσκευή κινητής τηλεφωνίας, αλλά το ποσοστό σπάνια (σχεδόν σε καμιά περίπτωση) δεν ξεπερνά το 95%. Έτσι αυτός ο δείκτης εμφανίζει μικρή διακύμανση. Αν χρησιμοποιούνταν ένας πιο συμβατικός -αλλά λιγότερο ουσιαστικός- δείκτης, όπως «κάρτες SIM ανά 100 κατοίκους», ο οποίος χρησιμοποιείται και από πολλούς φορείς για τη μέτρηση της διείσδυσης των κινητών τηλεφώνων, η παράμετρος «διείσδυση κινητής τηλεφωνίας» θα παρουσίαζε μεγαλύτερη διακύμανση. Και ο λόγος είναι το ότι κάποιες χώρες εμφανίζουν διείσδυση καρτών SIM σε αναλογία 150 ανά 100 άτομα πληθυσμού και περισσότερο. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί αν η έρευνα χρησιμοποιούσε αυτό την παράμετρο, διότι διαθέτει περίπου 145 συνδρομητές ανά 100 άτομα πληθυσμού. Παρ’ όλα αυτά, αν γινόταν έτσι η μέτρηση δε θα συμπεριλάμβανε μόνο τους χρήστες πολλαπλών SIM, αλλά και τους ανενεργούς συνδρομητές, γεγονός που δεν είναι επιθυμητό.
Όσον αφορά την υποδομή των επιχειρήσεων, η βαθμολογία της Ελλάδος ανέβηκε αφού περιελήφθησαν δείκτες όπως η χρήση εταιρικών υπηρεσιών δεδομένων (data services) και χρήση νέων πρωτοκόλλων data, όπως IP VPN και Ethernet, τομείς στους οποίους η Ελλάδα εμφανίζει σχετικά καλή απόδοση.
Από την πλευρά της δημόσιας διοίκησης, η συμπερίληψη επιπλέον παραμέτρων για το δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, οι οποίες αφορούν στην επένδυση σε εξοπλισμό ΙΤ, λογισμικό και υπηρεσίες ΙΤ, είχαν σαν αποτέλεσμα την επιπλέον διασπορά στις βαθμολογίες της χώρας, με κάποιες από αυτές να πέσουν σημαντικά σε ορισμένες υποκατηγορίες. Η επίδοση της Ελλάδας ήταν ιδιαίτερα φτωχή σε αρκετές από αυτές τις παραμέτρους, όπως στις δημόσιες δαπάνες για εξοπλισμό ΙΤ, λογισμικό και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα την χαμηλή βαθμολογία για την υποδομή και την χρήση εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης.
Η κατάταξη στο Connectivity Scorecard βασίζεται σε συγκριτικά αποτελέσματα μεταξύ των κρατών, και, γι’ αυτό το λόγο, η απόδοση κάθε χώρας μετριέται σε σχέση με την απόδοση της πρώτης χώρας σε αυτή την κατηγορία την δεδομένη χρονική στιγμή. Όπως και με άλλους δείκτες σε συγκριτικές κατατάξεις, είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κάποιος την βαθμολογία με όρους απόλυτης «βελτίωσης» ή «επιδείνωσης», αλλά και να κάνει συγκρίσεις βαθμολογιών σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Σχετικά με την κατάταξη Connectivity Scorecard
Η κατάταξη Connectivity Scorecard είναι ένας διεθνής δείκτης ICT, ο οποίος σε αντίθεση με άλλους που προέκυψαν από την έρευνα, είναι ο πρώτος που αξιολογεί τις χώρες βάσει της «χρήσης συνδεσιμότητας». Αυτή αφορά όχι μόνο τη χρήση των υποδομών ICT, αλλά μετρά και ποιοι καταναλωτές, επιχειρήσεις και ο δημόσιος τομέας κάνει χρήση της διαθέσιμης τεχνολογίας συνδεσιμότητας προς όφελος της κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας. Ως «χρήση συνδεσιμότητας» ορίζεται το σύνολο των υποδομών, συμπληρωματικών δεξιοτήτων, λογισμικού και συνειδητής χρήσης, το οποίο καθιστά τις ICT κύριο οδηγό της παραγωγικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης.
Η ανωτέρω μελέτη υλοποιήθηκε από τον καθηγητή Leonard Waverman, Πρύτανη του Haskayne School of Business, University of Calgary και Fellow στο London Business School, κατ’ εντολήν της Nokia Siemens Networks. Η μελέτη διεξήχθη από τις εταιρείες συμβούλων Berkeley Research Group και Communicea.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την Connectivity Scorecard, στη διεύθυνση www.connectivitvscorecard.org