Στις εξελίξεις αναφορικά με τη Forthnet παρενέβη ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Νίκος Παππάς, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, στηρίζοντας την άποψή του στο επιχείρημα ότι «το συμφέρον της πολιτείας και του καταναλωτή είναι να μην υπάρχουν μονοπωλιακές καταστάσεις».
Όπως είπε «η Forthnet είναι μια εταιρεία που έχει τα γνωστά προβλήματα, όμως φαίνεται ότι επειδή η τηλεπικοινωνιακή αγορά είναι μια αγορά που βρίσκεται σε άνοδο κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών επενδυτών.»
Ο κ. Παππάς επανέλαβε τον ισχυρισμό (έχει ξαναμιλήσει σχετικά στη Βουλή) ότι η τηλεπικοινωνιακή αγορά «είναι μια κλειστή αγορά» και μια περαιτέρω τάση προς το μονοπώλιο δεν θα είναι προς το συμφέρον του καταναλωτή, ενώ όπως είπε, «μια μετάβαση σε μονοπωλιακές καταστάσεις θα επηρεάσει και την τάση για μεγάλες επενδύσεις».
Όταν ρωτήθηκε πάντως «τι προτίθεστε να κάνετε ως υπουργείο για να μην μπούμε σε τέτοιες λογικές» παραδέχθηκε ότι πρόκειται για ένα «ευαίσθητο» θέμα που άπτεται των αρμοδιοτήτων των ανεξάρτητων αρχών.
Καθιστώντας ακόμα πιο σαφή την άποψή του για τα χαρακτηριστικά που είναι επιθυμητά, με βάση την πολιτική του υπουργείου, όσο αφορά την επιλογή που επίκειται να κάνουν οι πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες διεξάγουν τη διαγωνιστική διαδικασία για την πώληση της Forthnet, αναφέρθηκε και στο θέμα του περιορισμού των θέσεων εργασίας στον τηλεπικοινωνιακό τομέα: «Σε αυτή τη φάση και για τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρέπει να διαμορφωθούν μονοπωλιακές καταστάσεις. Δεν πρέπει να γίνουν επιλογές που θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην απασχόληση στον τηλεπικοινωνιακό τομέα και θα τραυματίσουν και τη γενικευμένη εικόνα ανόδου της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, νομίζω είμαι ξεκάθαρος».
Τα παραπάνω ενισχύουν τον προβληματισμό που υπάρχει στα στελέχη των πιστωτριών τραπεζών ότι αν καταλήξουν στο σενάριο με προτιμητέο αγοραστή τις Vodafone και Wind (οι οποίες εφόσον εξαγοράσουν τη Forthnet στη συνέχεια θα την συγχωνεύσουν) η έγκριση από την ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση.
Βεβαίως, τελικά αυτό που θα μετρήσει είναι αν υπάρχουν ικανοποιητικές οικονομικές προσφορές, οι τράπεζες δείχνουν να βιάζονται να απεμπλακούν και την ίδια στιγμή τα επιχειρήματα για την ανάγκη περαιτέρω ενοποίησης της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, βασίζονται σε πραγματικά στοιχεία που άπτονται της βιωσιμότητας των παρόχων και της ανάγκης να γίνουν μεγάλες επενδύσεις σε δίκτυα νέας γενιάς.