Νέος γύρος αντιπαράθεσης ξεκίνησε μεταξύ της κυβέρνησης και της Ένωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ) με επίκεντρο το αν θα πρέπει να γίνει δημοπρασία για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών. Οι θέσεις των δύο πλευρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετες και όπως εκτιμάται είναι πιθανό να έχουμε και νέες προσφυγές στη Δικαισύνη.
Η ΕΙΤΗΣΕΕ σε εκτενή ανακοίνωσή της αναφέρει ότι η «αδειοδότηση θα πρέπει να έχει την μορφή της απλής αίτησης και εγγραφής σε μητρώο στα πρότυπα των πολλών άλλων κρατών της Ε.Ε (π.χ. Μεγάλη Βρετανία) καθώς, όπως προσθέτει, «το σύστημα διαδικασίας πλειστηριασμού ή δημοπρασίας δεν είναι πρόσφορο σύστημα για την αδειοδότηση παρόχων τηλεοπτικού περιεχομένου. Η αδειοδότηση θα πρέπει να αφορά το σύνολο των επιχειρήσεων που έχει την συντακτική ευθύνη γραμμικού περιεχομένου, ανεξάρτητα εάν αυτές είναι ελεύθερες ή συνδρομητικές ή μικτού τύπου και ανεξάρτητα του μέσου διανομής του που μπορεί να είναι ακόμα και υβριδικός».
Η απάντηση του υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, Νίκου Παππά ήταν άμεση. Σε ανακοίνωσή του υπό τον τίτλο «250 εκατ. ή «ούτε ευρώ» για τις άδειες;» κατηγορεί τους ιδιοκτήτες των καναλιών ότι «το μόνο που επεδίωκαν και επιδιώκουν είναι να συνεχιστεί το καθεστώς της ανομίας και να μην καταβάλλουν τίμημα για τις άδειες». Σύμφωνα με τον κ. Παππά «οι ιδιοκτησίες των τηλεοπτικών σταθμών πρέπει να πληρώσουν 250 εκατ. ευρώ τουλάχιστον. Δεν θέλουν να πληρώσουν ούτε ένα ευρώ. Ας τους κρίνει ο κόσμος.» Ο υπουργός καλεί τα πολιτικά κόμματα να λάβουν θέση απαντώντας στα παρακάτω ερωτήματα: «Πρέπει να γίνει ο διαγωνισμός από το ΕΣΡ ή όχι; Είναι λογικό να θέλουν οι ιδιοκτήτες των σταθμών να μην πληρώσουν για τις άδειες;»
Η επιχειρηματολογία της ΕΙΤΗΣΕΕ ξεκινά από την παραδοχή ότι «ασφαλώς και προφανώς οι τηλεοπτικοί σταθμοί πρέπει να λειτουργούν με νόμιμες άδειες» και πλαισιώνεται από τα εξής:
– Με ευθύνη της πολιτείας όλες οι απόπειρες διαγωνιστικών διαδικασιών απέτυχαν πλήρως. Είτε γιατί η Πολιτεία δεν προχώρησε τελικά, είτε γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε μη σύννομες και αντισυνταγματικές τις σχετικές διαδικασίες. Και αυτό δεν συνέβη μόνο μία φορά. Τούτων δοθέντων οι τηλεοπτικοί σταθμοί λειτουργούσαν νόμιμα.
– Σε ότι αφορά τον αριθμό των αδειών πρέπει να ληφθούν υπόψιν οι τεχνολογικές εξελίξεις που επέρχονται, οι υποχρεώσεις της χώρας έναντι της Ε.Ε. (αναβάθμιση της τεχνολογίας επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής σε DVD-T2HEVC) και οι σημερινές δυνατότητες του φάσματος. Είναι προφανές ότι με τις υπάρχουσες δυνατότητες μπορούν να εκπέμπουν 12 προγράμματα εθνικής εμβέλειας ταυτοχρόνως σε HD και SD. Παράλληλα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η νέα τεχνολογία επιτρέπει υβριδικές μεθόδους μετάδοσης του περιεχομένου όπου η ψηφιακή πληροφορία ενός προγράμματος μεταδίδεται μερικώς μέσω επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής και μερικώς μέσω διαδικτύου.
– Η επιλογή συστήματος διαδικασίας δημοπρασίας όχι μόνο δεν δικαιολογείται από καμία πραγματική συνθήκη, άλλα ταυτόχρονα συνιστά ευθεία παραβίαση μίας σειράς από θεμελιώδη – συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Με την επιλογή συστήματος δημοπρασίας (το οποίο δεν επιβάλλεται από τεχνικούς λόγους), αίφνης όλες αυτές οι αρχές και δικαιώματα τίθενται υπό τον απόλυτο περιορισμό του «ποιος θα δώσει τα περισσότερα», το δημόσιο αγαθό της ενημέρωσης και της πολιτισμικής ανάπτυξης και η δημόσια λειτουργία της τηλεόρασης αντιμετωπίζονται με την ίδια λογική της παραχώρησης άδειας περιπτέρου ή χρήσης τραπεζοκαθισμάτων σε δημόσιο χώρο. Η ενημέρωση και η ψυχαγωγία με τον τρόπο αυτό δίνονται απλώς σε αυτόν που τυγχάνει σε μία δεδομένη περίοδο να «έχει» περισσότερα από κάποιον άλλο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς προστασίας των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων.
– Από τις μελέτες που έχει καταρτίσει το αρμόδιο υπουργείο (μελέτη Deloitte και ακόμα η αμφισβητούμενη μελέτη της Φλωρεντίας) προκύπτει ότι το συνολικό εύλογο τίμημα για την παραχώρηση του φάσματος στην Digea και για την αδειοδότηση των παρόχων περιεχομένου δεν υπερβαίνει αθροιστικά (και για τις δύο αδειοδοτήσεις) το ποσό των 12 εκατ. ευρώ για περίοδο 10 ετών. Η Digea έχει ήδη αναλάβει την εκμετάλλευση του φάσματος για μεγαλύτερο ποσό, το οποίο είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη κατ’ αναλογία πληθυσμού (το κόστος του φάσματος προφανώς το χρεώνει στους πάροχους περιεχομένου). Συνεπώς με βάση τις μελέτες που ανέθεσε το Δημόσιο το τίμημα της άδειας περιεχομένου έχει ήδη δοθεί. Μάλιστα οι δύο αυτές εκθέσεις, κατ’ εντολή του Δημοσίου, είχαν και δύο παραδοχές που εκ των πραγμάτων δεν υφίστανται πλέον: μόνο 4 άδειες για μία δεκαετία. Εκ των πραγμάτων τα συμπεράσματά τους θα ήταν σε πολύ χαμηλότερα ποσά ελάχιστου τιμήματος για περισσότερες άδειες, πολλώ δε μάλλον για τον αριθμό των αδειών που εκ των πραγμάτων μπορεί να δοθούν βάσει της ανάρτησης της ΕΕΤΤ. Σύμφωνα με την ΕΙΤΗΣΕΕ ο διαγωνισμός που έλαβε χώρα δεν αφορούσε την αδειοδότηση παρόχων τηλεοπτικού περιεχομένου, αλλά την επιλογή τεσσάρων επιχειρήσεων στις οποίες θα δινόταν το αποκλειστικό δικαίωμα πρόσβασης σε μία διαφημιστική αγορά 200 εκατ. ευρώ (το 2016) για μια περίοδο 10 ετών. Δηλαδή δημοπρατήθηκε η συμμετοχή σε ένα ολιγοπώλιο. Ο περιορισμός του αριθμού των τηλεοπτικών σταθμών από 8 σε 4 θα απελευθέρωνε τουλάχιστον περί τα 45 εκατ. (ο συνολικός τζίρος των 4 μικρότερων τηλεοπτικών σταθμών) τα οποία επρόκειτο να κατανεμηθούν στους τέσσερις υπερθεματιστές. Εάν ο συνολικός τζίρος της τηλεοπτικής αγοράς παρέμενε σταθερός στα 200 εκατ. για την περίοδο των 10 ετών, τα πρόσθετα έσοδα των τεσσάρων σταθμών θα ήταν 450 εκατ. Για τα πρόσθετα έσοδα των 450 εκατ. προσέφεραν στην δημοπρασία 250 εκατ.
Η άποψη της ΕΙΤΗΣΕΕ είναι ότι το τίμημα θα πρέπει να είναι κοστοστρεφές και να καλύπτει το κόστος λειτουργίας του ΕΣΡ, όπως ισχύει σε κάθε άλλη περίπτωση γενικής αδείας και όπως ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο. Το ΕΣΡ, ως ανεξάρτητη αρχή, θα πρέπει να έχει ανεξάρτητη χρηματοδότηση και να καταρτίζει το δικό του προϋπολογισμό. Το ΕΣΡ λόγω των αλλαγών που έχουν επέλθει – και συνεχίζονται με ραγδαίο ρυθμό – στην αγορά των οπτικοακουστικών υπηρεσιών λόγω της σύγκλισης της με την αγορά των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των τηλεπικοινωνιών και λόγω του μεγάλου αριθμού των προγραμμάτων που θα μεταδίδονται με διάφορους τρόπους, απαιτείται να αναδιοργανωθεί. Επίσης απαιτείται να έχει την δυνατότητα, πέραν του εποπτικού του ρόλου, να χρηματοδοτεί μελέτες και έρευνες οι οποίες θα το βοηθήσουν στο ρυθμιστικό του ρόλο σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Επίσης σύμφωνα με την ΕΙΤΗΣΕΕ το ΕΣΡ θα πρέπει να προτείνει στην κυβέρνηση έναν νέο νόμο ο οποίος θα αφορά το σύνολο της αγοράς της παροχής οπτικοακουστικών υπηρεσιών ανεξαρτήτως εάν η παροχή είναι γραμμική, συνδρομητική, ή ελεύθερη και για κάθε μέσο διανομής (διαδίκτυο, επίγεια ψηφιακή ευρυεκπομπή, δορυφορική, υβριδική, IPTV). Ο νόμος θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένος στις νέες συνθήκες της αγοράς, στις μελλοντικές τάσεις της και να δίνει την ευελιξία στις επιχειρήσεις στην εύκολη προσαρμογή τους σε αυτές. Και τούτο γιατί ο νόμος 4339/2015 δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, αφορά την αναλογική εποχή, είναι ανεφάρμοστος και οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα όπως άλλωστε αναφέρει και η σχετική επιστολή με τις παρατηρήσεις του ΕΣΡ.