Με ενισχυμένες αρμοδιότητες βρίσκεται η ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) έπειτα από την ψήφιση στη Βουλή του νομοσχεδίου για τη μείωση του κόστους των δικτύων νέας γενιάς. Σύμφωνα με το άρθρο 9 του εν λόγω νομοσχεδίου «για τα αιτήματα επίλυσης διαφορών που προκύπτουν από τις διατάξεις του νόμου ως Εθνικό Όργανο Επίλυσης Διαφορών ορίζεται η ΕΕΤΤ».
Στο θέμα αυτό αναφέρθηκε μιλώντας στην βουλή κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου ο πρόεδρος της ΕΕΤΤ Δημήτρης Τσαμάκης: Θέλω, επίσης, να τονίσω ως ΕΕΤΤ θα επωμιστούμε τον πολύ σοβαρό ρόλο του οργανισμού επίλυσης διαφορών. Θα έχουμε θέματα από τους δήμους μέχρι την πολυκατοικία, δεν είναι εύκολα τα πράγματα και την επίλυση των διαφορών δεν μπορεί να την κάνει άλλος παρά ο ρυθμιστής. Βέβαια θα χρειαστεί επιστράτευση δυναμικού από την ΕΕΤΤ, θα χρειαστεί να προκαθορίσουμε τις λεπτομέρειες, θα χρειαστούν ομάδες εργασίας και δεν μπορώ να μην το συνδέσω με την επαναφορά της καθιέρωσης ομάδων εργασίας στην ΕΕΤΤ για τα διάφορα έκτακτα θέματα πέρα από την καθημερινή ενασχόληση των μελών της ΕΕΤΤ και το οποίο χαιρετίζουμε ως θετικό βήμα.»
Στην ίδια συζήτηση ο γενικός διευθυντής της ΕΕΚΤ (Ένωση Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας) Γιώργος Στεφανόπουλος σημείωσε πως «η χώρα μας έχει μια ευκαιρία και μέσα από τέτοιες νομοθετικές ρυθμίσεις και με τις επενδυτικές κινήσεις που θα γίνουν στην αγορά, να αλλάξει ταχύτητα και να μπορέσει να προσφέρει σύγχρονες υπηρεσίες και υποδομές ευρυζωνικών δικτύων για το σύνολο των κατοίκων της χώρας, σε αντίστοιχα επίπεδα ποιότητας, τιμών και πλούτου υπηρεσιών με άλλες χώρες της Ευρώπης. Η υστέρηση της χώρας μπορεί να ξεπεραστεί με βάση ορισμένες προϋποθέσεις. Μία από αυτές είναι να μπορούν οι επενδύσεις να υλοποιούνται. Θέλω να διαβεβαιώσω τη Βουλή και τα κόμματα ότι οι πάροχοι έχουν σχεδιασμό ανάπτυξης ευρυζωνικών δικτύων, τα οποία μπορούν να υπερκαλύπτουν τους στόχους που έχει θέσει η χώρα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για Ανάπτυξη της Ψηφιακής Οικονομίας».
Ο κ. Στεφανόπουλος ανέφερε ως προϋπόθεση για την υλοποίηση των επενδύσεων τη συνεργασία της δημόσιας διοίκησης στη διαδικασία αδειοδότησης και τόνισε ότι χρειάζεται να επιλυθούν τα ζητήματα που αφορούν στην ταχύτητα με την οποία λειτουργεί η διοίκηση.