Το «πράσινο φως» έδωσαν οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Wind για την έναρξη διαδικασίας σύναψης πενταετούς ομολογιακού δανείου, ύψους έως 250 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με την τηλεπικοινωνιακή εταιρεία το ομολογιακό, με λήξη το 2021, θα χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή υφιστάμενου χρέους της (κυρίως προς τη μητρική εταιρεία) και για τις ανάγκες χρηματοδότησης των επενδύσεών της. Σύμβουλος έκδοσης του ομολογιακού είναι η JP Morgan, ενώ πληροφορίες κάνουν λόγο για 8% απόδοση των ομολογιών. Για την υψηλή απόδοση των ομολογιών σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το γεγονός ότι το σύνολο των εσόδων της Wind προέρχονται από την Ελλάδα. Αυτό αυξάνει το αποκαλούμενο ρίσκο που σχετίζεται με την οικονομική και πολιτική κατάσταση στη χώρα.
Βάσει της σχετικής ανακοίνωσης, η μητρική εταιρεία της Wind, Largo Intermediary Holdings Limited (μητρική της Crystal Almond που είναι η άμεσα μητρική της Wind) αξιολογήθηκε με πιστοληπτική αξιολόγηση Β- από τον οίκο Fitch και σταθερό outlook (η αξιολόγηση της ελληνικής εταιρίας περιορίζεται από την αξιολόγηση της Ελλάδας ως χώρα), ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι ανάλογη αξιολόγηση έχει κάνει και η Standard & Pooors. Ο οίκος Fitch θέτει επίσης αξιολόγηση Β(ΕΧP)/RRE στους τίτλους που εκδίδει η Crystal Almond.
Στην αξιολόγηση της Wind συνέβαλλαν θετικά η έμπειρη διοικητική ομάδα, η σταθεροποιούμενη ελληνική αγορά τηλεπικοινωνιών, η θέση της εταιρίας τόσο στη σταθερή όσο και στην κινητή τηλεφωνία και η συνεργασία της με τη Vodafone στα δίκτυα κινητής 2G και 3G. Αντίθετα αρνητικά επέδρασσαν η κατάσταση στη χώρα και οι επιπτώσεις στην ελληνική αγορά τηλεπικοινωνιών από την αρχή της κρίσης, καθώς και ο ισχυρός ανταγωνισμός που παρατηρείται μεταξύ των τηλεπικοινωνιακών παρόχων.
Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική αγορά των τηλεπικοινωνιών έχει απωλέσει πάνω από το 60% της αξίας της από το 2008 και είναι χαρακτηριστικό ότι η Wind το 2008 είχε έσοδα 1,2 δις. ευρώ και EBITDA (κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων) 433 εκατ. ευρώ ενώ το 2015 τα έσοδά της ήταν 473 εκατ. ευρώ και τα EBITDA 85 εκατ. ευρώ.
Ουσιαστικά η Wind βγαίνει στις αγορές για πρώτη φορά μετά το 2010, χρονιά κατά την οποία ολοκληρώθηκε η αναδιάρθρωσή της η οποία είχε ως συνέπεια τη διαγραφή του συνόλου των υποχρεώσεών της (κυρίως ομολογιακά δάνεια) ύψους 3,2 δις. ευρώ. Σήμερα δύο αμερικάνικα επενδυτικά κεφάλαια, τα Golden Τree και Anchorage, ελέγχουν περίπου το 50% του μετοχικού της κεφαλαίου.
Τα τελευταία χρόνια ελάχιστες είναι οι ελληνικές εταιρείες που μπόρεσαν να αντλήσουν χρηματοδότηση μέσω ομολογιών που κυρίως αγοράζουν ξένοι επενδυτές – επενδυτικά κεφάλαια και όσες το πέτυχαν, όπως π.χ. η Τιτάν, δραστηριοποιούνται και στο εξωτερικό.
Σε αυτή τη δύσκολη γενικότερα συγκυρία η Wind ως τηλεπικοινωνιακή εταιρεία χρειάζεται να προχωρήσει σε νέες επενδύσεις, προκειμένου να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό. Η διοίκησή της στην παρούσα φάση ολοκληρώνει το επιχειρηματικό σχέδιο που περιλαμβάνει τον σχεδιασμό για την είσοδό της στα δίκτυα νέας γενιάς ενόψει και της δημοσιοποίησης τις επόμενες ημέρες του σχετικού Κανονισμού της EETT (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων).