H ασύρματη τηλεφωνία ήταν από παλιά γνωστή και στην Ελλάδα σαν μέσο επικοινωνίας στις ένοπλες δυνάμεις και στην αστυνομία (με τις γνωστές Μοτορόλες) αλλά ιστορία της σημερινής της μορφής για μαζική χρήση από το κοινό ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 1980 όταν ιδιωτικές πρωτοβουλίες με πειραματικά συστήματα στην Αθήνα έδωσαν ‘υποσχέσεις’ με αρκετή επιτυχία σηματοδοτώντας την απαρχή μιας πολύ επιτυχημένης πορείας.
Εν αρχή ην…
Τόσο ιδιωτικά σχήματα όσο και ο ΟΤΕ, είχαν από καιρό αρχίσει να ασχολούνται σοβαρά με το θέμα, εστιαζόμενοι κυρίως στην Σκανδιναβική τεχνολογία ΝΜΤ 600 (και αργότερα ΝΜΤ 900). Ταυτόχρονα, από τις αρχές του 1980 είχε αρχίσει να σχεδιάζεται και το γνωστό μας GSM στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού συστήματος Κινητής Τηλεφωνίας GSM, απέναντι στο αντίστοιχο αμερικανικό σύστημα CDMA.
Η έννοια της κινητής άρχισε να ωριμάζει στην Ελλάδα το 1987/88 με την πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ενός «mini δοκιμαστικού διαγωνισμού» για την λειτουργία του πρώτου δικτύου Κινητής Τηλεφωνίας, στην οποία έλαβαν μέρος επτά επιχειρηματικά σχήματα (Intracom/ RACAL), ΔΟΛ, GTE, BritishTelecom, France Telecom, Nordic Mobile Telephone, και TelecomItalia. H προταθείσα τότε τεχνολογία ήταν βασικά το Σκανδιναβικό σύστημα ΝΜΤ 600 ενώ η Racal Electronics (μητρική της Vodafone) πρότεινε το δικό της E-TACS 900 (Εxtended Total Access Communication system) το οποίο λειτουργούσε ήδη στην Αγγλία με πολύ επιτυχία.
Τελικά η προσπάθεια αυτή δεν προχώρησε σε επίπεδο κατασκευαστικού σταδίου γιατί στο μεταξύ επικράτησε η καθιέρωση του προτύπου GSM.
Η γέννηση…
Παρόλα αυτά οι συνθήκες είχαν ωριμάσει. Χρονικά, η ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα συνέπεσε με την εισαγωγή της ψηφιακής τηλεφωνίας στο δίκτυο του ΟΤΕ και την κατακόρυφη ζήτηση ενός αξιόπιστου και ευέλικτου δικτύου επικοινωνίας που τα σταθερά τηλέφωνα δεν προσέφεραν.
Με την καθιέρωση του GSM ως Ευρωπαϊκού προτύπου, αποφασίσθηκε ταυτόχρονα η συντονισμένη εισαγωγή του, σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας με αρχική πρόβλεψη για το 1991, η οποία ολοκληρώθηκε τελικά το 1993. Το πρόγραμμα προέβλεπε την εκχώρηση ταυτοχρόνως δύο αδειών κινητής τηλεφωνίας, σε κάθε κράτος μέλος. Σε όλα τα κράτη μέλη εκχωρήθηκε μια άδεια στον εθνικό τηλεπικοινωνιακό οργανισμό της χώρας και μια σε ιδιωτική εταιρεία.
Αντίθετα, η Ελληνική κυβέρνηση , απέκλεισε τον, τότε κρατικό, Τηλεπικοινωνιακό Οργανισμό (ΟΤΕ) για 8 χρόνια από τις δραστηριότητες της Κινητής, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στον ιδιωτικό τομέα να δραστηριοποιηθεί. Ο αποκλεισμός του ΟΤΕ από τη διαδικασία αδειοδότησης είχε τότε προκαλέσει θύελλα κατά της κυβέρνησης. Από την πλευρά του το υπουργείο Οικονομικών, αιτιολόγησε την απόφασή του αυτή, προτάσσοντας την αφερεγγυότητα του οργανισμού (καθυστερήσεις στις συνδέσεις σταθερών τηλεφώνων που έφθανε και τα 15 χρόνια, κ.ά.), αλλά και τα σημαντικά οικονομικά οφέλη, που θα είχε από την πώληση των αδειών σε δύο ιδιωτικές εταιρείες, αντί σε μία που προβλεπόταν.
Επίσης, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποσκοπώντας στην αύξηση του τιμήματος των δύο αδειών, απέκλεισε τον ΟΤΕ ακόμα και από τη συμμετοχή στον καθορισμό του ύψους των τελών διασύνδεσης που όφειλαν να αποδίδουν οι εταιρίες για τη χρήση του υφιστάμενου δικτύου του. Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν, τα τέλη να διασύνδεσης, που προβλέπονταν στις Άδειες Λειτουργίας τους να οριστούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Πάντως, η πρόσκληση ενδιαφέροντος ήταν γεγονός παγκόσμιας δημοσιότητας και η ανταπόκριση (και λόγω των ευνοϊκών όρων) υπήρξε απρόσμενα μεγάλη. Μια πλειάδα οίκων και σχημάτων υπέβαλαν επιστολές ενδιαφέροντος.
- Intracom/Vodafone/France Telecom/Data Bank
- Telestet / interamerican
- GTE
- British Telecom
- Telecom Finland
- Telenor
- Hutchison Whampoa
- Pacific Telesis
- Southwestern Bell
- Ameritech
- Bell Atlantic
- Plessey
- Belgacom
- DT
- KPN Netherlands
- Telia AB
- Marconi
- Korean Telecom
- NTT PC
- Telefonica
- Swiss Telecom
- Motorola
- Northern Telecom
- BELL Canada
- OPTUS
Πέραν αυτών, διάφορα άλλα επιχειρηματικά σχήματα εκδήλωσαν επίσης ενδιαφέρον για το έργο αλλά στον διαγωνισμό έλαβαν μέρος 12 σχήματα από τα οποία κάποια αποσύρθηκαν η αποκλείστηκαν αλλά τελικά επελέγησαν σε τελική φάση μόνο τέσσερα (Intracom/Vodafone/Francetelecom/DataBank), Telestet / interamerican, GTE, Pacific Telesis.
Το πιστοποιητικό
Τελικά, οι δύο άδειες κατακυρώθηκαν στην PANAFON (νυν Vodafone), πολυμετοχική εταιρεία με επικεφαλής την αγγλική Vodafone (και συμμέτοχους την France Telecom, Intracom & DataBank) και στην ιταλική TELESTET θυγατρική της Telecom Italia και μέτοχο μειοψηφίας την interamerican(μετέπειτα TIM και νυν WIND). Το τίμημα κάθε αδείας ήταν 30 δις Δραχμές .
Ουσιαστικά η Ελλάδα (μαζί με το δίκτυο Mannesmann D2 στην Γερμανία) υπήρξαν οι πρώτες χώρες στην Ευρώπη που ξεκίνησε το GSM και έβαλαν τις βάσεις για την επιτυχημένη πορεία στο μέλλον. Ουσιαστικά λειτούργησαν σαν ένα ‘test field’ της νέας τεχνολογίας.
H Telestet ξεκίνησε την εμπορική της εκμετάλλευση στις 29 Ιουνίου 1993 και η Panafon την 1η Ιουλίου του ίδιου χρόνου. (Η Cosmote, συμφερόντων ΟΤΕ, ήταν o τρίτος παίκτης της αγοράς (Ιανουάριος 1998) και η Q, εταιρεία του ομίλου Φέσσα, ο τέταρτος (19 Ιουνίου 2002). H Q στη συνέχεια εξαγοράσθηκε από την TIM (Ιανουάριος 2006) κι έτσι σήμερα δραστηριοποιούνται τρεις εταιρείες, WIND, Vodafone και Cosmote, που είναι η ηγέτιδα στο χώρο της κινητής τηλεφωνίας από πλευράς συνδρομητών).
Τους πρώτους μήνες του 1993 τα κινητά τηλέφωνα λειτουργούσαν μόνο στην Αττική και τα νησιά του Σαρωνικού. Το κόστος ήταν απαγορευτικό για τους πολλούς. Οι συσκευές στοίχιζαν από 220 ως 500 χιλιάδες δραχμές (700 έως 1400€), το τέλος ενεργοποίησης 29.000 δρχ. (85€), το μηνιαίο πάγιο 11.800 δρχ. (40€) και το λεπτό ομιλίας 82 δρχ.(0,25€). Έτσι, μόνο 1000 ήταν οι συνδρομητές τις πρώτες μέρες του Ιουλίου.
Η ωρίμανση
Οι εκτιμήσεις των «ειδικών» έκαναν λόγο τότε για 200.000 συνδρομητές μέσα σε μια δεκαετία. Απέτυχαν παταγωδώς στις προβλέψεις τους. Αφού 10 χρόνια μετά, λειτουργούσαν στη χώρα μας περίπου 11.000.000 συνδέσεις , που κάλυπταν το 100% του ελληνικού πληθυσμού, γεγονός που έφερε την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης σε αναλογία πληθυσμού και κινητών τηλεφώνων.
Από το 2010 μέχρι σήμερα, η πορεία του κλάδου της κινητής τηλεφωνίας στη χώρα μας ακολουθεί μια σχετικά φθίνουσα πορεία, εξαιτίας όχι μόνο της οικονομικής κρίσης και της υπερφορολόγησης, αλλά και του αναπόφευκτου κορεσμού της αγοράς η οποία δεν επιτρέπει περαιτέρω αύξηση των συνδρομητών. Η ανάπτυξη πλέον, εντοπίζεται στις υπηρεσίες δεδομένων και ο νέος στόχος των εταιριών κινητής είναι η αύξηση της χρήσης.