του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Καταρρέοντας το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο, που για λόγους σημειολογίας αλλά και ευκολίας, έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «μεταπολιτευτικό», αναδεικνύει μια από τις πλέον σημαντικές του παθογένειες: την απουσία αστικής επιχειρηματικής τάξης, ικανής να δημιουργήσει παραδόσεις και να καθορίσει συμπεριφορές μέσα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
Η εγγενής αυτή αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού, σε συνδυασμό με μια μεταπολεμική πολιτική εξουσία που επέλεξε το μοντέλο της εσωστρεφούς, άρα και κρατικο-εξαρτημένης οικονομίας, με έμφαση στην αμετροεπή ανάπτυξη των δημοσίων επενδύσεων, οδήγησε στη δημιουργία και ενδυνάμωση μιας επιχειρηματικής (;) τάξης αρπακτικής και μεταπρατικής.
Κύριο χαρακτηριστικό του «κοινωνικού συμβολαίου» που επέβαλε η τάξη αυτή κατά την Μεταπολίτευση ήταν η αγαστή συνεργασία του κράτους με τα διαπλεκόμενα συμφέροντα της, η αποφυγή φορολόγησης (είτε μέσω της φοροδιαφυγής είτε μέσω της φοροκλοπής) και η διάχυση της ιδέας «ο καθένας για την πάρτη του» παντί τρόπω.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου γίναμε μάρτυρες της ισχυροποίησης αυτής της τάξης, της διεύρυνσης της με νέα τζάκια, την πολυπλόκαμη διαπλοκή της είτε με το πολιτικό σύστημα είτε με τον κρατικό κορμό. Τα αποτελέσματα είναι πλέον ορατά, ακόμη και στον πλέον δύσπιστο παρατηρητή.
Τώρα που τα φτηνά δάνεια από το εξωτερικό κόπηκαν και δεν μπορούν να καλυφθούν τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, ένα μέρος των οποίων οφείλεται στην ασύστολη φοροδιαφυγή εκείνων που πλούτιζαν σε βάρος των υπολοίπων, τώρα που το στηριζόμενο στην άνιση ανακατανομή και δυσβάσταχτη φορολογία μισθωτών και συνταξιούχων οικοδόμημα καταρρέει, συμπαρασύρει μαζί του και όλες εκείνες τις «λαμπρές και ελπιδοφόρες» επιχειρήσεις πολλών τομέων της ελληνικής οικονομίας (πληροφορική, ΜΜΕ, real estate, μεταποίηση κλπ).
Την ίδια στιγμή, όμως, αναδύονται νέες δυνάμεις στον επιχειρηματικό στίβο. Δυνάμεις ανθρώπων που δεν είχαν ούτε και θέλησαν ποτέ να εξαρτήσουν τη δραστηριότητα και την πρόοδο τους από τις κρατικές προμήθειες, τις ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις, τα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας τραπεζικά δάνεια.
Νέοι σε ηλικία άνθρωποι, με στέρεες σπουδές, ελληνικό δαιμόνιο και κοσμοπολίτικη κουλτούρα δημιουργούν εκ του μηδενός επιχειρήσεις, έχοντας ως μοναδική αποσκευή τους λαμπρές, χρήσιμες και κερδοφόρες. Οι νέοι αυτοί επιχειρηματίες κάνουν τα πρώτα τους βήματα κι ανοίγουν τα φτερά τους, όχι αλληθωρίζοντας προς τον διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό, αλλά προς τον διεθνή αγορά. Και το αξιοθαύμαστο είναι ότι πετυχαίνουν. Ναι, πετυχαίνουν, με κόπο, με ιδρώτα, με θυσίες, αλλά πετυχαίνουν και οι μικρές τους επιχειρήσεις ανταγωνίζονται επάξια στις διεθνείς αγορές τους κολοσσούς των κλάδων τους.
Αν βγαίνει ένα συμπέρασμα από αυτό το success story είναι στην αναδυόμενη από τον ερειπιώνα που αφήνει πίσω της η κρίση, εποχή, τίποτα δεν θα μοιάζει με το παλιό επιχειρηματικό περιβάλλον. Η πορεία, βέβαια, θα είναι μακρά και επίπονη, αλλά αξίζει τον κόπο. Αν, παρ’ ελπίδα, επιβιώσουν οι παλιές νοοτροπίες, τότε ο τόπος αυτός θα χάσει κάθε ελπίδα και θα μετατραπεί σε ένα απέραντο ανατολίτικο, φεουδαρχικό παζάρι.