Μετά την πρόσφατη ανακοίνωση της Google σχετικά με την υπηρεσία Google Wallet, μιας δωρεάν εφαρμογής για κινητά που υποστηρίζουν τεχνολογία NFC κι έχουν λειτουργικό Android, έχει αρχίσει να γίνεται πολύς λόγος για τις ηλεκτρονικές πληρωμές μέσω κινητού τηλεφώνου. Θα βρεθεί άραγε το κατάλληλο μοντέλο ώστε το mobile payment να γίνει το νέο Killer Application που θα δώσει νέα ώθηση για περαιτέρω ανάπτυξη των δικτύων και των υποδομών, έχοντας ως αποτέλεσμα την οικονομική μόχλευση και την αύξηση των εσόδων στους παρόχους;
Λαμβάνοντας υπόψη τη διείσδυση των smartphones, που έχουν μετατρέψει το κινητό τηλέφωνο σε συσκευή πολλών χρήσεων (για email, social networking, video, mp3 και άλλα) και της επιτακτικής ανάγκης για αύξηση του ARPU, οι πάροχοι υπηρεσιών αναζητούν πλέον το μοντέλο εκείνο, με το οποίο θα μπορέσουν να επωφεληθούν από την αύξηση της διακίνησης δεδομένων, μέσω των υποδομών τους. Μία εφαρμογή βασισμένη σε ένα μοντέλο που επιτρέπει τις συναλλαγές των τελικών χρηστών με «ζεστό» χρήμα, ακούγεται σήμερα πολλά υποσχόμενη. Επίσης δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε τον ψυχολογικό παράγοντα της καταναλωτικής συμπεριφοράς.
Ο καταναλωτής στο μυαλό του έχει συνδυάσει τις συναλλαγές με μετρητά για αγορά προϊόντων μικρής σχετικά αξίας. Επίσης οι πιστωτικές κάρτες έχουν ψυχολογικά συνδεθεί με αγορές αρκετά μεγαλύτερης αξίας. Απομένει μία ζώνη τιμών, όπου ο καταναλωτής δεν έχει -ή δεν είναι διατεθειμένος- να δώσει μετρητά, ενώ ταυτόχρονα διστάζει -ή θεωρεί μικρό το ποσό- για να πραγματοποιήσει συναλλαγή με πιστωτική κάρτα. Σε αυτή τη ζώνη τιμών η «εν θερμώ» αγορά μπορεί να γίνει με ένα κινητό «ηλεκτρονικό πορτοφόλι». Αν επίσης λάβουμε υπόψη τις συνέργειες με άλλες εφαρμογές στοχευμένης διαφήμισης σε συγκεκριμένο χώρο (location based) ή και προωθητικών προσφορών (π.χ. εκπτωτικά κουπόνια), τότε είναι παραπάνω από εμφανές, ότι το ηλεκτρονικό πορτοφόλι έχει αποδοχή από το marketing, έως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και από τους operators ως τα εμπορικά καταστήματα. Η υλοποίηση γίνεται με την τεχνολογία NFC (Near Field Communication). Είναι μικρής εμβέλειας (περίπου 4 εκατοστών) και η συναλλαγή γίνεται ασύρματα τοποθετώντας το smartphone κοντά στο τερματικό (Point of Sale). Το τερματικό «σκανάρει» ένα mini ραδιοπομπό ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που είναι τοποθετημένος στο κινητό κι έτσι πραγματοποιείται η ανάλογη χρέωση. Η κεντρική ιδέα στην «επόμενη γενιά» άυλων πληρωμών δεν έχει αλλάξει πολύ. Η ουσία είναι η αποθήκευση του αριθμού της κάρτας σε ένα άλλο μέσον, το οποίο μπορεί να «διαβαστεί» χωρίς φυσική επαφή, μέσω της τεχνολογίας NFC.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται απλό. Είναι όμως ; Σε ένα περιβάλλον που εμπλέκονται πάροχοι (δίκτυα), κατασκευαστές (λειτουργικά), τράπεζες (πληρωμές), έμποροι (PoS) ποιο είναι το μοντέλο που πρέπει να υλοποιηθεί, προκειμένου να είναι βιώσιμη η επιχειρηματική εφαρμογή του ; Έως τώρα έχουν παρουσιαστεί τέσσερις προτάσεις για την υλοποίηση του Mobile Payment:
1. Κυριαρχία του Παρόχου: Σε αυτό το μοντέλο ο πάροχος είναι υπεύθυνος για όλη την αλυσίδα συναλλαγής. Ο πάροχος δίνει την εφαρμογή στο χρηστη, στον οποίο δημιουργεί ένα λογαριασμό (pre-paid ή post-paid), για να χρεώνονται οι συναλλαγές του. Ασφαλώς το ίδιο το δίκτυο αλλά και όλες οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε αυτό, ελέγχονται από τον ίδιο τον παροχο. Οι συσκεύες συναλλαγής (PoS) δίνονται στους εμπόρους από τον πάροχο. Το μοντέλο αυτό έχει υιοθετηθεί από τη DoCoMo στην Ιαπωνία και τη Mobipay στην Ισπανία και σίγουρα αφήνει τα μεγαλύτερα κέρδη στον πάροχο, καθώς δεν υπάρχουν άλλοι ενδιάμεσοι ή μεσολαβητές. Σίγουρα όμως αυτό εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο, αφού υποχρεώνει τον πάροχο να συμπεριφέρεται σαν τράπεζα …που φυσικά δεν είναι!!
2. Κυριαρχία της Τράπεζας: Το μοντέλο αυτό είναι παρόμοιο με αυτό των πιστωτικών καρτών. Οι τράπεζες έχουν τον κύριο έλεγχο και το δίκτυο πληρωμών θα μπορούσε να διοικείται από ένα άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα όπως η Visa ή Mastercard. Η μόνη διαφορά σε αυτό το μοντέλο είναι ότι, αντί ο χρήστης να δίνει την πιστωτική ή τη χρεωστική του κάρτα στο εμπορικό κατάστημα, στη θέση της χρησιμοποιείται το smartphone στο PoS. Ο λογαριασμός εκδίδεται από την τράπεζα η οποία το διαχειρίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως τις κάρτες. Ένα τέτοιο μοντέλο, και μάλιστα αρκετά υποσχόμενο, είναι και το MasterCard Paypass. Όμως προφανώς δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους παρόχους, αφού ο ρόλος τους περιορίζεται απλά στη διάθεση του δικτύου μεταφοράς δεδομένων, εκτός βέβαια κι αν ζητήσουν δυσανάλογα αυξημένα κόμιστρα για τις συναλλαγές. Σε αυτή τη περίπτωση εγκυμονεί ο κίνδυνος να μην δείξουν το απαραίτητο ενδιαφέρον οι τραπεζες κατά την προώθηση του mobile payment. Σε αυτό το μοντέλο, πάντως, έχει βασιστεί το Google wallet. Μεταξύ των συνεργατών της Google σε αυτό το εγχείρημα είναι η Mastercard και η Citibank.
3. Συνεργατικό μοντέλο: Το μοντέλο αυτό αφορά στη συνεργασία μεταξύ των τραπεζών και των παρόχων, που θεωρητικά μοιράζονται τους ρόλους μεταξύ τους. Οι πάροχοι θα είναι τυπικά υπεύθυνοι για την τροφοδοσία της αγοράς με το ηλεκτρονικό πορτοφόλι, εκτός από την παροχή του μηχανήματος PoS στα εμπορικά καταστήματα, ενώ το δίκτυο πληρωμής και η δημιουργία λογαριασμού θα ανήκει στο εκάστοτε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Το μοντέλο αυτό φαίνεται να είναι το πιο παραγωγικό, καθώς ο καθένας κάνει πια αυτό που γνωρίζει καλύτερα, κι έτσι φαίνεται να ανοίγει η πόρτα για νέα έσοδα από τις σταδιακά αυξανόμενες υπηρεσίες, διατηρώντας ταυτόχρονα την πίστη των πελατών. Η δυσκολία του μοντέλου αυτού, έγκειται στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των τραπεζών και των παρόχων, λόγω της ίδιας της πολυπλοκότητας των αρμοδιοτήτων.
4. Μοντέλο Peer-to-Peer: Το μοντέλο αυτό έγινε δημοφιλές από τις νέες εταιρίες στη βιομηχανία πληρωμών όπως είναι η Paypal, Obopay, κ.α, και βασίζεται στην ύπαρξη μιας ανεξάρτητης εταιρίας που λειτουργεί ως αγωγός μεταξύ του πελάτη, του εμπόρου και της τράπεζας. Η ανεξάρτητη εταιρία αυτή λαμβάνει την πληρωμή από τον πελάτη, κρατάει τη προμήθεια της, και περνάει το υπόλοιπο ποσό στον έμπορο, την τράπεζα ή την πιστωτική κάρτα. Η συναλλαγή γίνεται Peer-to-Peer μεταξύ του πελάτη και του εμπόρου. Το μοντέλο αυτό είναι αρκετά διαφορετικό από τα προηγούμενα και απειλεί να επικρατήσει, δημιουργώντας όμως προβλήματα στο υπάρχον οικοσύστημα πληρωμών, διότι μειώνεται ο ρόλος των τραπεζών και των δικτύων πληρωμών. Επιπλέον, λόγω του ότι μπορούν να γίνουν συναλλαγές μεταξύ φυσικών προσώπων, επηρεάζεται και ο κλάδος που ασχολείται αποκλειστικά με money transfer. Το μοντέλο αυτό σήμερα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες πολλοί δεν έχουν ούτε τραπεζικό λογαριασμό. Ασφαλώς, τόσο οι τράπεζες όσο και οι πάροχοι νιώθουν την απειλή, αν και στην πραγματικότητα η επικράτηση ή όχι, θα εξαρτηθεί τελικά από το μέγεθος των εταιριών που θα δραστηριοποιηθούν.
Σε ένα σύνθετο λοιπόν περιβάλλον, σίγουρα οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να καθοδηγήσουν την αγορά. Είναι προφανές ότι οι τράπεζες θα αντισταθούν στο να επιτρέψουν ‘εξωτερικούς’ παίκτες να δραστηριοποιηθούν στη βιομηχανία πληρωμών. Η επιλογή λοιπόν συνεργασίας με τράπεζα ή με άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα φαίνεται ότι αποτελεί μονόδορομο. Επίσης οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να επιβάλουν τα standards, καθώς οι περισσότεροι κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων δεν έχουν ακόμα βγάλει ευρέως στην παραγωγή τις NFC συσκευές τους. Μία ευρύτερη συνεργασία μεταξύ των τραπεζών και των παρόχων θα ήταν ωφέλιμη για την ανάπτυξη μιας κοινής πλατφόρμας. Παρόλο λοιπόν που η τεχνολογία φαίνεται να είναι έτοιμη και οι πάροχοι διαθέτουν, ή προχωρούν σε αναβαθμίσεις δικτύων προκειμένου να υποστηρίξουν την εφαρμογή, πρέπει να λυθούν αρκετά θέματα προκειμένου να προχωρήσει και να υλοποιηθεί με επιτυχία η ιδέα αυτή. Αδιαμφισβήτητα όμως, τα οφέλη και τα νούμερα που παρουσιάζονται είναι πολλά υποσχόμενα. Σε πρόσφατη μελέτη της McKinsey οι μικρές συναλλαγές (<20 Ευρώ) στην Ευρώπη ανέρχονται στα $200 δις το χρόνο, ενώ για τις συναλλαγές μεσαίου μεγέθους (20-40 Ευρώ) το ποσό είναι $2.5 τρις το χρόνο. Όσο για το μέγεθος των διεθνών εμβασμάτων, αυτό είναι της τάξης των $250 δισ. Έτσι λοιπόν, ένα υποθετικό κόμιστρο συναλλαγής της τάξης του 0.5% δίνει μια τεράστια δυναμική στο mobile payment και μπορεί πραγματικά να μειώσει τόσο τα ρίσκα των παρόχων, όσο και να αυξήσει το πολυπόθητο EBITA. Είναι απαραίτητο να καταλάβουν όλοι οι εμπλεκόμενοι ότι πρέπει να συνεργαστούν και να καταλήξουν σε κοινές πλατφόρμες και ολοκληρωμένες λύσεις, παρέχοντας στον τελικό χρήστη την απαραίτητη εμπιστοσύνη για την υπηρεσία αυτή.