Ο Μηνάς Καρατζόγλου, προϊστάμενος Τμήματος Παρακολούθησης της Αγοράς και του Ανταγωνισμού της Επιτροπής και μέλος του Contact Network του BEREC του οποίου την προεδρεία έχει η Ελλάδα για το 2013, απαντά σε δύο βασικά ερωτήματα:
1. Ποια είναι τα βασικά σημεία της νέας Σύστασης;
«Η Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει 4 πυλώνες:
-Ζητάει μεγαλύτερη ομοιομορφία στην κοστολόγηση των προϊόντων αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο (ΑΠΤΒ) (για πρόσβαση στο δίκτυο χαλκού) και προτείνει (α) αυτή να βασίζεται σε μοντέλα BU LRIC+ και (β) να οδηγεί σε σχετικά σταθερές μηνιαίες τιμές που θα κυμαίνονται περίπου στα 8 – 10 ευρώ ανά μήνα.
-Προτείνει μία πιο αυστηρή προσέγγιση όσον αφορά τη μη διακριτική μεταχείριση, η οποία θα βασίζεται πλέον στο μοντέλο «Equivalence of Input» και όχι «Equivalence of Output», υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η επιβολή του δεν θα αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Στην πράξη, το μοντέλο αυτό απαιτεί από τον πάροχο με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά (ΣΙΑ) να διαθέτει στους εναλλακτικούς παρόχους όχι απλά τα ίδια συστατικά προϊόντα που αποτελούν τη βάση των λιανικών του προϊόντων (Equivalence of Output) αλλά και με τις ίδιες διαδικασίες που χρησιμοποιεί αυτός.
Προτείνει επίσης τη μη επιβολή κοστοστρέφειας σε προϊόντα πρόσβασης που βασίζονται σε δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς, εφόσον αυτά παρέχονται στη βάση του μοντέλου «Equivalence of Input» και εφόσον υπόκεινται σε σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις καθώς και σε έλεγχο τεχνικής και οικονομικής επαναληψιμότητας (technical and economic replicability).
Όσον αφορά την οικονομική επαναληψιμότητα, προτείνει συγκεκριμένη μεθοδολογία για τον έλεγχο αυτής με βάση το μοντέλο του «Equally Efficient Operator».
2. Ποιες είναι οι θέσεις του BEREC;
«Στις 26 Μαΐου το BEREC υπόβαλε στην Επιτροπή τις θέσεις του για το σχέδιο Σύστασης. Σε αυτές το BEREC επαναλαμβάνει τη δέσμευση του να εργαστεί προς την κατεύθυνση ενός διαφανούς, προβλέψιμου και σταθερού ρυθμιστικού περιβάλλοντος, το οποίο θα προάγει τον ανταγωνισμό και θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις σε ευρυζωνικές υποδομές υψηλής ταχύτητας σε όλη την Ευρώπη. Στην κατεύθυνση αυτή, επικροτεί τη βούληση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο Σύστασης, να προωθήσει τις επενδύσεις στα δίκτυα πρόσβασης επόμενης γενιάς καθώς και να ενισχύσει ουσιαστικά τον ανταγωνισμό στην Ευρώπη, παράλληλα διασφαλίζοντας σχετική σταθερότητα τιμών. Επί των προτάσεων του Σχεδίου Σύστασης το BEREC διατυπώνει μία σειρά εποικοδομητικών προτάσεων:
-Συμφωνεί ότι η επιβολή αποτελεσματικών κανόνων για μη διακριτική μεταχείριση είναι κρίσιμη για τη λειτουργία του ανταγωνισμού και ότι το μοντέλο του Equivalence of Input είναι το πλέον κατάλληλο στην κατεύθυνση αυτή. Θεωρεί ωστόσο ότι πριν την εφαρμογή του θα πρέπει να εξετάζεται επαρκώς η αναλογικότητα του.
-Συμφωνεί ότι η ευελιξία στην τιμολόγηση υπηρεσιών χονδρικής είναι σημαντική για την ενθάρρυνση των επενδύσεων σε δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς.
-Θεωρεί επίσης ότι ενδεχόμενη σύνδεση της ευελιξίας αυτής με την επιβολή υποχρεώσεων σχετικά με τη μη διακριτική μεταχείριση θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες.
-Σε περίπτωση άρσης της κοστοστρέφειας, ζητάει να βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του Ρυθμιστή ο χρόνος άρσης, π.χ. να μπορεί ο Ρυθμιστής να συνδέει την άρση της κοστοστρέφειας με την πρόοδο στην υλοποίηση του Equivalence of Input.
– Ζητάει, να γίνει σαφής αναφορά στα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν σε περίπτωση που ο πάροχος με ΣΙΑ δεν τηρεί τους όρους άρσης της κοστοστρέφειας (διοικητικές ποινές και επιβολή κοστοστρέφειας χωρίς νέα ανάλυση αγοράς).
– Συμφωνεί με την ανάγκη για εκ των προτέρων (ex ante) έλεγχο οικονομικής επαναληψιμότητας (economic replicability), προκειμένου να αποφευχθούν abusive πρακτικές εκ μέρους των παρόχων με σημαντική ισχύ στην αγορά. Θεωρεί ότι η επιλογή της μεθοδολογίας θα πρέπει να συνδέεται με τους στόχους που έχει θέσει η κάθε Ρυθμιστική Αρχή και φυσικά τελεί υπό την επιφύλαξη των ελέγχων που μπορεί να έχουν υιοθετηθεί για την αποφυγή της συμπίεσης περιθωρίου κέρδους.
– Υποστηρίζει το στόχο της Επιτροπής για προβλέψιμες και σταθερές τιμές για υπηρεσίες αποδεσμοποίησης του δικτύου χαλκού, καθώς αυτές θα συμβάλουν στην ενθάρρυνση των επενδύσεων σε δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς. Στην κατεύθυνση αυτή, το κοστολογικό μοντέλο που θα πρέπει να υιοθετήσει η κάθε Ρυθμιστική Αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την αρχιτεκτονική του δικτύου, ώστε οι κοστοστρεφείς τιμές να αντανακλούν τα πραγματικά κόστη σε κάθε αγορά. Θεωρεί τέλος ότι το εύρος 8-10 ευρώ θα πρέπει να λογίζεται ως ενδεικτικό και όχι ως υποχρεωτικό».