Ο όγκος των δεδομένων που «καταναλώνουν» οι χρήστες χρησιμοποιώντας μάλιστα υπηρεσίες οι οποίες δεν παρέχουν τα ίδια τα δίκτυα, αλλά οι λεγόμενοι πάροχοι Over The Top, βρίσκονται εδώ και καιρό στο στόχαστρο των μεγάλων τηλεπικοινωνιακών παρόχων παγκοσμίως.
Οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι αναπτύσσουν, επενδύοντας δισεκατομμύρια, τις υποδομές τους, ώστε να μπορούν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των συνδρομητών τους, οι οποίοι όμως χρησιμοποιούν κατά κόρον υπηρεσίες που εξαντλούν τους πόρους των δικτύων, χωρίς μάλιστα να λαμβάνουν αμοιβή για αυτή τη φιλοξενία, από τους παρόχους αυτών των υπηρεσιών. Ο λόγος βέβαια, για τις εξαιρετικά απαιτητικές εφαρμογές video (όπως τα YouTube, Flickr, Vimeo κλπ), τις διάφορες υπηρεσίες αποθήκευσης που προσφέρουν (Skydrive, GoogleDrive, Dropbox κλπ), αλλά και φυσικά τα διάφορα download sites για μουσική, ταινίες, ή software.
Η Deutsche Telekom είναι ο πρώτος τηλεπικοινωνιακός πάροχος που ξεκινά να εφαρμόζει μεθόδους αυτοπροστασίας εναντίον των παρόχων OTT (Over The Top) που χρησιμοποιούν το bandwidth των ευρυζωνικών συνδέσεων. Αποφάσισε λοιπόν να βάλει περιορισμό (throttling) στις ταχύτητες download, στις συνδέσεις των πελατών που ξεπερνούν το μηνιαίο όγκο που δικαιούνται βάσει του συμβολαίου τους. Έτσι, από τη στιγμή της υπέρβασης και μέχρι το τέλος του μήνα οι πελάτες θα είναι αναγκασμένοι να αρκεστούν στα -μόλις- 384 Kbit/s.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια αλλαγή φιλοσοφίας όπου εφαρμόζεται σε σταθερά δίκτυα το μοντέλο που οποίο μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται σε δίκτυα κινητών υπηρεσιών. Έτσι, οι πελάτες που θα αντιμετωπίσουν τη μείωση της ταχύτητας, επειδή έχουν εξαντλήσει τον όγκο δεδομένων που προβλέπει το συμβόλαιό τους, θα μπορούν να αγοράζουν επιπρόσθετα πακέτα δεδομένων για να αυξήσουν την ταχύτητα τους.
«Θέλουμε να συνεχίσουμε να προσφέρουμε στους πελάτες μας το καλύτερο δίκτυο στο μέλλον, στο οποίο επενδύουμε δισεκατομμύρια ευρώ. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να χρηματοδοτούμε την αύξηση του bandwidth μειώνοντας συνεχώς τις τιμές. Θα πρέπει να χρεώνουμε τους πελάτες που έχουν πολύ υψηλή κατανάλωση δεδομένων στο μέλλον» είπε ο , διευθυντής μάρκετινγκ της Telekom Deutschland.
Τα νέα συμβόλαια της DT που θα ενσωματώνουν τους περιορισμούς στην ταχύτητα, θα υπογράφονται από τις 2 Μαΐου, ενώ δεν θα επηρεαστούν οι υφιστάμενοι πελάτες. Οι πελάτες θα μπορούν να παρακολουθούν την κατανάλωση δεδομένων στο πόρταλ πελατών της DT στο διαδίκτυο. Σύμφωνα με την DT κατά μέσο όρο οι πελάτες χρησιμοποιούν 15 έως 20 GB όγκο δεδομένων το μήνα. Τα ολοκληρωμένα πακέτα, θα περιλαμβάνουν όγκο δεδομένων κλιμακωτά από τα 75 έως και τα 400 GB.
Στη Γερμανία έχει ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων, ακόμα και από τη Γερμανική κυβέρνηση.
Ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Τεχνολογίας Philipp Rösler, απέστειλε επιστολή -η οποία δημοσιεύτηκε στο Spiegel Online- προς τον CEO της Deutsche Telekom René Obermann, εκφράζοντας “την ανησυχία του για τις ανακοινώσεις της εταιρείας, σχετικά με τις αλλαγές στις χρεώσεις χρήσης του Διαδικτύου. ”
Ο Rösler επίσης, προειδοποίησε για πιθανές περικοπές στη χρήση του Internet, προσθέτοντας ότι η γερμανική κυβέρνηση και οι αρχές ανταγωνισμού θα “παρακολουθούν προσεκτικά τις εξελίξεις όσον αφορά την ενδεχόμενη διαφορετική μεταχείριση των εταιριών που παρέχουν και ανταγωνιστικές υπηρεσίες υπό το πρίσμα της ουδετερότητας του δικτύου.”
Η γερμανική κυβέρνηση εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της Deutsche Telekom, και έχει επίσης έμμεση επιρροή μέσα από το μεγάλο μερίδιο που κατέχει στην DT η κρατική Τράπεζα Ανάπτυξης της Γερμανίας KfW.
H Γερμανίδα Υπουργός Προστασίας των Καταναλωτών κ. Ilse Aigner της συντηρητικής Χριστιανικής Κοινωνικής Ένωσης (CSU), το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας, στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της καγκελαρίου Μέρκελ, επέκρινε επίσης τις προθέσεις της DT λέγοντας στο Spiegel: “Με την πρώτη ματιά, δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι πρόκειται για καλή εξέλιξη για τους πελάτες. Η εταιρεία προφανώς δοκιμάζει τις αντιδράσεις. Αλλά θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε οι τηλεπικοινωνίες να μην υπερβούν το στόχο τους”. Τέλος προειδοποίησε, λέγοντας ότι «Οι περιορισμοί στην ενιαία χρέωση του Inertnet σίγουρα δεν ευνοεί τον καταναλωτή.”