Μια ευρεία συμμαχία από όλο το φάσμα της ευρωπαϊκής τεχνολογικής βιομηχανίας καλεί τους νομοθέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λάβουν «ριζικά μέτρα» για να μειώσουν την εξάρτηση από ψηφιακές υποδομές και υπηρεσίες που ανήκουν σε ξένες εταιρείες. Ο στόχος είναι η ενίσχυση των οικονομικών προοπτικών, της ανθεκτικότητας και της ασφάλειας της ΕΕ, σε μια εποχή αυξανόμενης γεωπολιτικής έντασης.
Σε ανοιχτή επιστολή προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, και την Επίτροπο Ψηφιακής Πολιτικής της ΕΕ, Henna Virkkunen, περισσότεροι από 80 υπογράφοντες, εκπροσωπώντας περίπου 100 οργανισμούς, ζητούν από τους νομοθέτες της ΕΕ να επανεξετάσουν τις τρέχουσες πολιτικές στήριξης, ώστε να επικεντρωθούν στην προώθηση εναλλακτικών λύσεων εγχώριας παραγωγής με ισχυρότερο εμπορικό δυναμικό – από εφαρμογές, πλατφόρμες και μοντέλα AI έως μικροτσίπ, υπολογιστικές υποδομές, αποθήκευση δεδομένων και συνδεσιμότητα.
Εταιρείες από διάφορους τομείς, όπως το cloud, οι τηλεπικοινωνίες και η άμυνα, καθώς και αρκετές περιφερειακές επιχειρηματικές και ενώσεις νεοφυών επιχειρήσεων, έχουν συνυπογράψει την επιστολή –η οποία εστάλη στην Κομισιόν την Κυριακή– ζητώντας από την ΕΕ να αλλάξει την τεχνολογική της στρατηγική και να δεσμευτεί στην υποστήριξη μιας «κυρίαρχης ψηφιακής υποδομής».
Το σχέδιο προτείνει τη μείωση της εξάρτησης από τις ξένες τεχνολογικές εταιρείες μέσω της ενεργής υποστήριξης της ανάπτυξης μιας λεγόμενης «ευρωπαϊκής τεχνολογικής στοίβας» (Euro Stack). Η ιδέα για την ευρωπαϊκή ψηφιακή υποδομή δεν προέκυψε ξαφνικά – μια σχετική έκθεση, η οποία συντάχθηκε μεταξύ άλλων από τη διακεκριμένη οικονομολόγο Cristina Caffarra, δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο και ανέλυε τη στρατηγική με περισσότερες λεπτομέρειες.
Η έκκληση για προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή τεχνολογία –που υποστηρίζεται από εταιρείες όπως οι Airbus, Element, OVHCloud, Murena, Nextcloud και Proton– ακολουθεί τα γεγονότα στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου. Εκεί, ο αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, JD Vance, ουσιαστικά επιτέθηκε στην Ευρώπη.
Στην πρόσφατη εμφάνισή του στο Παρίσι, στη σύνοδο κορυφής AI Action, ο Vance έβαλε στο στόχαστρο τη νομοθεσία της ΕΕ, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί εμπόδιο στην καινοτομία και στην τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ. Το μήνυμά του συνοψίστηκε στην απειλή «κάντε ό,τι σας λέμε, αλλιώς…», δίνοντας ξεκάθαρα το στίγμα ότι η κυβέρνηση Τραμπ είναι αποφασισμένη να διατηρήσει την κυριαρχία της στον ψηφιακό τομέα, καθώς ο κόσμος εισέρχεται στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης.
Η επιστολή της βιομηχανίας δεν απαντά μόνο σε εξωτερικές απειλές. Συνδέεται και με την Έκθεση Draghi του 2024 για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, ένα έγγραφο που έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες σχετικά με την επιβράδυνση της περιφερειακής ανάπτυξης, αλλά δεν έχει οδηγήσει σε σαφείς ενέργειες. Ο συγγραφέας της έκθεσης μάλιστα, σε πρόσφατη ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εξέφρασε την απογοήτευσή του, λέγοντας στους νομοθέτες να «κάνουν κάτι».
Η πρωτοβουλία της τεχνολογικής βιομηχανίας προτείνει ένα πρώτο βήμα δράσης, συνοδευόμενο από μια αυστηρή προειδοποίηση για τους κινδύνους εάν η ΕΕ συνεχίσει να αδρανεί. Χωρίς άμεση δράση για την ενίσχυση της ζήτησης ευρωπαϊκών τεχνολογιών, υπάρχει κίνδυνος οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογικών υποδομών να αποκτήσουν πλήρη κυριαρχία στον τομέα του cloud computing και άλλων κρίσιμων ψηφιακών υποδομών. Οι υποστηρικτές της Euro Stack προειδοποιούν ότι «η Ευρώπη θα χάσει την καινοτομία στον ψηφιακό τομέα και την αύξηση της παραγωγικότητας, αν δεν υπάρξουν σαρωτικές και επείγουσες αλλαγές».
«Η εξάρτησή μας από μη ευρωπαϊκές τεχνολογίες θα είναι σχεδόν απόλυτη σε λιγότερο από τρία χρόνια, με τους σημερινούς ρυθμούς», αναφέρει η επιστολή. Προτείνει ότι η Ένωση θα μπορούσε να ενισχύσει τη ζήτηση και να ξεκλειδώσει επενδύσεις υιοθετώντας απαιτήσεις δημόσιων προμηθειών, οι οποίες θα επιβάλλουν σε έναν βαθμό την κάλυψη των ψηφιακών αναγκών των δημόσιων οργανισμών από εγχώριους προμηθευτές (δηλαδή, μια πολιτική «Αγοράστε Ευρωπαϊκά», που θα δίνει προτεραιότητα σε «λύσεις ευρωπαϊκής ηγεσίας και συναρμολόγησης»).
«Η βιομηχανία θα επενδύσει εάν υπάρχουν επαρκείς προοπτικές ζήτησης», αναφέρουν οι υπογράφοντες, προσθέτοντας ότι «η προτεραιοποίηση τομέων στους οποίους η Ευρώπη μπορεί ήδη να ανταποκριθεί θα είναι κρίσιμη για τη γρήγορη μετατόπιση πόρων προς τους ευρωπαϊκούς προμηθευτές, δημιουργώντας αξία και αγορά σε έναν ενάρετο κύκλο». «Ο στόχος δεν είναι να αποκλείσουμε τους μη ευρωπαϊκούς παίκτες, αλλά να δημιουργήσουμε χώρο όπου οι ευρωπαϊκοί προμηθευτές μπορούν να ανταγωνιστούν θεμιτά (και να δικαιολογήσουν τις επενδύσεις τους)», προσθέτουν.
Το επιχείρημα είναι ότι σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η πολιτική «Πρώτα η Αμερική» και η ισχυρότερη χώρα του κόσμου δεν μπορεί πλέον να θεωρείται αξιόπιστος σύμμαχος της Ευρώπης, η ουδέτερη στάση της ΕΕ –όσον αφορά το πού επενδύει τους πόρους της– μοιάζει με ένα ιδεαλιστικό κατάλοιπο μιας πιο ήρεμης εποχής.
Άλλες προτάσεις που περιλαμβάνονται στην επιστολή είναι η ΕΕ να λάβει μέτρα για να καταστήσει δυνατή την «βιώσιμη προσφορά» ενθαρρύνοντας τις ευρωπαϊκές τεχνολογικές εταιρείες να υιοθετήσουν μια προσέγγιση «συγκέντρωσης και ομοσπονδιοποίησης», συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης κοινών προτύπων ως στρατηγική για την επιτάχυνση της κλιμάκωσης της εγχώριας ψηφιακής υποδομής. Μέσα από τη συνεργασία σε ευθυγραμμισμένες προσεγγίσεις, στόχος είναι η ενίσχυση της ικανότητας των ευρωπαϊκών παρόχων να ανταγωνιστούν εταιρείες όπως οι αμερικανικοί hyperscalers, ιδιαίτερα στον τομέα του cloud computing.
«Αυτό σημαίνει συνεργασία με τη βιομηχανία για την ταχεία απογραφή των διαθέσιμων πόρων, υποστήριξη λύσεων ανοιχτού κώδικα και διαλειτουργικότητας (τόσο τεχνικά όσο και εμπορικά), συγκέντρωση των καλύτερων διαθέσιμων στοιχείων, υποστήριξη της ενσωμάτωσης μέσω πλατφορμών και μείωση των κανονιστικών φραγμών – ενώ παράλληλα τηρούνται οι επιταγές τοπικοποίησης και ασφάλειας», αναφέρει η επιστολή, προτείνοντας προτεραιότητα σε «έργα που καλύπτουν βασικές υποδομές, όπως η αυτονομία υλικού, το κυρίαρχο cloud και οι πλατφόρμες».
Η επιστολή προσπαθεί, επίσης, να εξηγήσει γιατί είναι αυτοκαταστροφικό για την Ευρώπη να δίνει ελεύθερη πρόσβαση σε ξένους hyperscalers, των οποίων η στρατηγική βασίζεται στη δημιουργία πελατειακής εξάρτησης και στη μεγιστοποίηση των κερδών μέσω κλειστών, ιδιόκτητων τεχνολογιών. «Με τις μη ευρωπαϊκές εταιρείες να αποσπούν αξία και να συγκεντρώνουν δύναμη μέσω ιδιόκτητων τεχνολογιών, η «ανοιχτότητα» (ανοιχτή επιστήμη, πρότυπα, δεδομένα) θα πρέπει να αποτελεί πυλώνα της στρατηγικής ψηφιακής κυριαρχίας της Ευρώπης», υποστηρίζει.
Οι υπογράφοντες ζητούν από την ΕΕ να υποστηρίξει την ανάπτυξη εναρμονισμένων προτύπων για τη χρήση «κυρίαρχων cloud υπηρεσιών» από δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς για την αποθήκευση ευαίσθητων δεδομένων (π.χ. μέσω ενός συστήματος πιστοποίησης), κάτι που παρουσιάζεται και ως μέτρο ασφαλείας ενάντια σε εξωευρωπαϊκούς νομικούς κινδύνους. Επιπλέον, η επιστολή καλεί την ΕΕ να επανεξετάσει τη στρατηγική της για την Ψηφιακή Δεκαετία και να ανακατευθύνει χρηματοδοτήσεις προς «απτά, εμπορικά βιώσιμα έργα», αντί για πειραματική έρευνα χωρίς άμεσο οικονομικό αντίκτυπο.
Τέλος, οι συντάκτες ζητούν από την ΕΕ να δημιουργήσει ένα «Ταμείο Κυρίαρχων Υποδομών» για τη στήριξη δημόσιων επενδύσεων στις ευρωπαϊκές ψηφιακές υποδομές, ιδίως σε τομείς υψηλού κεφαλαιουχικού κόστους, όπως τα μικροτσίπ και η κβαντική υπολογιστική. Η επιστολή καταλήγει με έκκληση προς την Επιτροπή να «αναλάβει επείγουσα δράση» για να μετατρέψει τη φιλοδοξία περί τεχνολογικής κυριαρχίας σε συγκεκριμένες πολιτικές.