Ο Boris Maurer, Senior Managing Director (Communications and Media Industries Europe) στην Accenture, μιλώντας στο InfoCom από το MWC25 στη Βαρκελώνη, αναφέρθηκε στις προκλήσεις και τις στρατηγικές εξελίξεις που διαμορφώνουν το μέλλον του κλάδου των τηλεπικοινωνιών. Η εικόνα, σύμφωνα με τον ίδιο, παραμένει δύσκολη, καθώς η ανάπτυξη είναι αργή και η κερδοφορία των εταιρειών παραμένει υπό πίεση.
Οι αυξήσεις τιμών λόγω πληθωρισμού απορροφήθηκαν γρήγορα, καθώς οι τιμές μειώθηκαν ξανά σε πολλές αγορές, ενώ η έλλειψη διασυνοριακής ενοποίησης στην Ευρώπη συνεχίζει να αποτελεί εμπόδιο. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν οικονομικά οφέλη από τη συνεργασία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ο κλάδος δεν έχει ακόμη κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ευρώπη, σε σύγκριση με άλλες αγορές, παραμένει κατακερματισμένη, καθώς οι τηλεπικοινωνιακές εταιρείες της εξυπηρετούν κατά μέσο όρο πέντε εκατομμύρια πελάτες, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες το αντίστοιχο μέγεθος είναι πάνω από 130 εκατομμύρια. Αυτή η διαφορά σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί πάροχοι δεν έχουν το ίδιο πλεονέκτημα κλίμακας και δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν σε επίπεδο επενδύσεων και ανάπτυξης.
Ωστόσο, ο Maurer ανέφερε ότι ο κλάδος βρίσκεται σε σημείο καμπής. Οι κεφαλαιουχικές δαπάνες (capex) σε 5G και οπτικές ίνες έχουν φτάσει στο ανώτατο σημείο τους και πλέον μειώνονται, κάτι που αποτελεί θετική εξέλιξη, καθώς επιτρέπει στις εταιρείες να επικεντρωθούν στη βελτίωση της κερδοφορίας τους. Ωστόσο, ο κλάδος δε φαίνεται να είναι έτοιμος να προχωρήσει άμεσα σε επενδύσεις για το 6G, καθώς δεν είναι ακόμη σαφές το όφελος για τους χρήστες. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πάροχοι θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στη μείωση του κόστους λειτουργίας των δικτύων τους, το οποίο μέχρι τώρα δεν ήταν στο επίκεντρο. Αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά την κερδοφορία, καθώς οι δαπάνες για νέες υποδομές σταθεροποιούνται.
Παράλληλα, η ενοποίηση και οι συγχωνεύσεις αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις αγορές της Ισπανίας και της Ιταλίας, όπου πραγματοποιούνται αλλαγές. Παρόμοιες τάσεις εμφανίζονται και στην Τσεχία. Αυτές οι στρατηγικές κινήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε πιο αποδοτικά δίκτυα και καλύτερη οικονομική απόδοση για τις εταιρείες, ενώ ταυτόχρονα βελτιώνουν την εμπειρία των καταναλωτών. Ωστόσο, η πώληση τηλεπικοινωνιακών πύργων (towercos) σε τρίτους έχει δυσχεράνει τη δυνατότητα περαιτέρω ενοποίησης των υποδομών, καθώς οι πάροχοι δεν έχουν πλέον άμεσο έλεγχο στις βασικές δομές του δικτύου τους.
Μια ακόμη ευκαιρία για τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους έρχεται από τον τομέα του cloud και της τεχνητής νοημοσύνης. Παρόλο που οι τηλεπικοινωνιακές εταιρείες δεν κατάφεραν να επωφεληθούν σημαντικά από τις επιχειρηματικές (B2B) υπηρεσίες στο παρελθόν, αυτή η τάση φαίνεται να αλλάζει. Η αυξημένη ανάγκη για τοπικά data centers, η κυβερνοασφάλεια και η διαχείριση των συνδέσεων μεταξύ κέντρων δεδομένων δημιουργούν νέες ευκαιρίες ανάπτυξης. Οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι, που παραδοσιακά μειονεκτούσαν λόγω της περιφερειακής τους φύσης, βρίσκονται τώρα σε πλεονεκτική θέση, καθώς διαχειρίζονται τις βασικές υποδομές που απαιτούνται για ασφαλείς και αξιόπιστες cloud υπηρεσίες. Ο Maurer επεσήμανε ότι η Deutsche Telekom αποτελεί ηγέτιδα εταιρεία στον χώρο του B2C όσον αφορά την ενσωμάτωση τεχνητής νοημοσύνης στις υπηρεσίες της, δημιουργώντας ένα νέο επίπεδο αλληλεπίδρασης με τους καταναλωτές. Παρόλα αυτά, αναμένεται να δούμε εάν οι πάροχοι θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν μερίδιο αγοράς σε σχέση με τους κατασκευαστές κινητών και τους software players.
Παρά την εξέλιξη αυτή, το μοντέλο εσόδων των τηλεπικοινωνιακών παρόχων αποτελεί πρόκληση. Ενώ οι hyperscalers βασίζονται σε consumption-based pricing, οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών εξακολουθούν να λειτουργούν με το μοντέλο “all-you-can-eat”. Αυτό σημαίνει ότι οι πελάτες πληρώνουν ένα σταθερό ποσό ανεξάρτητα από τη χρήση τους, κάτι που περιορίζει τη δυνατότητα των παρόχων να δημιουργήσουν πρόσθετα έσοδα. Ο Maurer τόνισε ότι η λύση δεν είναι να επιβάλουν χρεώσεις στους hyperscalers για τη χρήση του δικτύου, αλλά να μεταβούν σε πιο ευέλικτα μοντέλα τιμολόγησης, τουλάχιστον στις B2B υπηρεσίες. Με την ανάπτυξη της τοπικής φιλοξενίας δεδομένων και την ανάγκη για ασφαλή cloud υποδομή, η υιοθέτηση consumption-based μοντέλων μπορεί να δημιουργήσει νέα έσοδα για τους παρόχους και να μειώσει την εξάρτησή τους από στατικά τιμολογιακά μοντέλα.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι η ενεργειακή απόδοση και η βιωσιμότητα. Η διαχείριση των δικτύων απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας, ενώ η Ευρώπη έχει υψηλές τιμές ρεύματος και αυστηρούς περιβαλλοντικούς στόχους. Ο Maurer ανέφερε ότι η εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης στη διαχείριση των δικτύων μπορεί να αυξήσει την αποδοτικότητά τους χωρίς πρόσθετες επενδύσεις σε hardware. Σύμφωνα με δοκιμές που έχουν πραγματοποιηθεί, η αυτοματοποιημένη διαχείριση των δικτύων μπορεί να διπλασιάσει την αποδοτικότητά τους, μειώνοντας παράλληλα την κατανάλωση ενέργειας. Αυτή η στρατηγική δείχνει πως η τηλεπικοινωνιακή βιομηχανία μπορεί να επιτύχει τους περιβαλλοντικούς της στόχους χωρίς να μειώσει την επιχειρησιακή της αποδοτικότητα.
Η γενική αίσθηση στο Mobile World Congress ήταν ότι η βιομηχανία των τηλεπικοινωνιών εισέρχεται σε μια νέα φάση, όπου η στρατηγική συνεργασία και η διαφοροποίηση των επιχειρηματικών μοντέλων θα είναι καθοριστικής σημασίας. Οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι αρχίζουν να κατανοούν ότι η επιτυχία δεν θα προέλθει μόνο από την επέκταση των δικτύων τους, αλλά από την καλύτερη αξιοποίηση των δεδομένων, τη συνεργασία με hyperscalers και την αναπροσαρμογή των τιμολογιακών τους μοντέλων.
Τέλος, οι εξελίξεις στην Ευρώπη δείχνουν μια μετατόπιση προς τις μαζικές δημόσιες επενδύσεις, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει θετικά τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Ο Maurer τόνισε ότι η Ευρώπη χρειάζεται μια συντονισμένη στρατηγική για την ενίσχυση των τεχνολογικών επενδύσεων και τη δημιουργία ενός ενιαίου ψηφιακού χώρου, για να μπορεί να καινοτομεί με τον ίδιο ρυθμό και ένταση σε σχέση με τις άλλες αγορές..
Δημοσιογραφική αποστολή στην Βαρκελώνη: Κώστας Νόστης, Δημήτρης Σκιάννης, Πέτρος Κυπραίος. Επιμέλεια κειμένου: Χρήστος Κοτσακάς