Η αμερικανική κυβέρνηση πρότεινε ένα νέο πλαίσιο για την εξαγωγή προηγμένων chipset που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης. Ωστόσο, το πλαίσιο που προτάθηκε προκάλεσε ανησυχίες στους επικεφαλής της βιομηχανίας, καθώς και σε αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με περιορισμούς στις εξαγωγές που θα μπορούσαν να επηρεάσουν 120 χώρες.
«Αν είναι η Κίνα και όχι οι Ηνωμένες Πολιτείες που θα καθορίσουν το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης στον πλανήτη, οι συνέπειες θα είναι τεράστιες», δήλωσε τη Δευτέρα ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν. Με μόλις μια εβδομάδα πριν από την ανάληψη καθηκόντων από τον εκλεγμένο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν κατέστησαν σαφές ότι θα είναι στην ευχέρεια του Τραμπ να συνεχίσει ή να εγκαταλείψει την προσέγγιση που, όπως είπε ο Σάλιβαν, «δεν πρέπει να αποτελεί ζήτημα κομματικών διαφορών».
Η Υπουργός Εμπορίου, Τζίνα Ραϊμόντο, τόνισε ότι είναι «κρίσιμο» να διατηρηθεί η ηγεσία της Αμερικής στην τεχνητή νοημοσύνη και την ανάπτυξη επεξεργαστών σχετικών με αυτή. Η ταχέως εξελισσόμενη τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης επιτρέπει στους υπολογιστές να παράγουν κείμενα, να κάνουν επιστημονικές ανακαλύψεις και να προάγουν μια σειρά άλλων μετασχηματιστικών εξελίξεων που μπορούν να αναδιαμορφώσουν τις οικονομίες και τον πόλεμο. Η Ραϊμόντο δήλωσε ότι το πλαίσιο «σχεδιάστηκε για να διασφαλίσει ότι η πιο προηγμένη τεχνολογία AI παραμένει εκτός της εμβέλειας των ξένων αντιπάλων μας, ενώ επιτρέπει τη διάδοση και τη διανομή των ωφελειών της στους εταίρους μας».
Επειδή το πλαίσιο περιλαμβάνει περίοδο σχολιασμού 120 ημερών, η επερχόμενη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση θα μπορούσε τελικά να καθορίσει τους κανόνες για τις πωλήσεις προηγμένων chipset στο εξωτερικό, τα οποία σχεδιάζονται κυρίως από εταιρείες της Καλιφόρνια, όπως η Nvidia και η AMD. Ο Σάλιβαν τόνισε ότι το πλαίσιο θα εξασφαλίσει ότι οι πιο προηγμένες πτυχές της τεχνητής νοημοσύνης θα αναπτυχθούν εντός των ΗΠΑ και των στενότερων συμμάχων τους, αντί να μεταφερθούν στο εξωτερικό, όπως συνέβη με τους τομείς της μπαταρίας και των ΑΠΕ.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι αισθάνονται την ανάγκη να ενεργήσουν γρήγορα, με την ελπίδα να διατηρήσουν αυτό που θεωρείται ως πλεονέκτημα των έξι έως δεκαοκτώ μηνών που έχει η Αμερική στην τεχνητή νοημοσύνη έναντι ανταγωνιστών, όπως η Κίνα. Αυτό το προβάδισμα θα μπορούσε εύκολα να χαθεί εάν οι ανταγωνιστές καταφέρουν να συγκεντρώσουν αποθέματα από τα chipset και να προχωρήσουν σε περαιτέρω βελτιώσεις.
Σύμφωνα με το πλαίσιο, περίπου 20 βασικοί σύμμαχοι και εταίροι δεν θα υπόκεινται σε περιορισμούς στην πρόσβαση σε επεξεργαστές, αλλά άλλες χώρες θα αντιμετωπίζουν ανώτατα όρια. Οι σύμμαχοι χωρίς περιορισμούς περιλαμβάνουν την Αυστραλία, το Βέλγιο, τον Καναδά, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, τις Κάτω Χώρες, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νορβηγία, τη Νότια Κορέα, την Ισπανία, τη Σουηδία, την Ταϊβάν και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, οι περιορισμοί προς άλλες χώρες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκάλεσαν αντιδράσεις από αξιωματούχους της ΕΕ τη Δευτέρα, οι οποίοι δήλωσαν ότι η πώληση προηγμένων επεξεργαστών τεχνητής νοημοσύνης σε μέλη της ΕΕ αποτελεί μια οικονομική ευκαιρία για τις ΗΠΑ και «όχι κίνδυνο ασφάλειας».
Η ΕΕ, σε κοινή δήλωση της εκτελεστικής αντιπροέδρου Χένα Βιρκούνεν και του Επιτρόπου Μάρος Σέφκοβιτς, αναφέρει πως «ανησυχούμε για τα μέτρα των ΗΠΑ που εγκρίθηκαν για τον περιορισμό της πρόσβασης σε προηγμένες εξαγωγές τσιπ τεχνητής νοημοσύνης για επιλεγμένα κράτη μέλη της ΕΕ και τις εταιρείες τους. Πιστεύουμε ότι είναι επίσης προς το συμφέρον της οικονομίας και της ασφάλειας των ΗΠΑ να αγοράζει η ΕΕ προηγμένα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης από τις ΗΠΑ χωρίς περιορισμούς: συνεργαζόμαστε στενά, ιδίως στον τομέα της ασφάλειας, και αποτελεί οικονομική ευκαιρία για τις ΗΠΑ και όχι κίνδυνο για την ασφάλεια.
Έχουμε ήδη μοιραστεί τις ανησυχίες μας με την τρέχουσα κυβέρνηση των ΗΠΑ και ανυπομονούμε να συνεργαστούμε εποικοδομητικά με την επόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ. Είμαστε βέβαιοι ότι μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο να διατηρήσουμε μια ασφαλή διατλαντική αλυσίδα εφοδιασμού στην τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης και στους υπερυπολογιστές, προς όφελος των εταιρειών και των πολιτών μας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού».