Οι τηλεπικοινωνιακές εταιρείες διεθνώς εκτιμάται ότι θα αποκομίσουν συνολικά περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια δολάρια από την πώληση χαλκού μέσα στα επόμενα 15 χρόνια. Τα έσοδα αυτά αναμένεται να προκύψουν καθώς οι πάροχοι αποσύρουν παλαιότερα καλώδια από τα δίκτυά τους, ενώ η ζήτηση για το μέταλλο προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά λόγω της ενεργειακής μετάβασης και της τεχνολογικής ανάπτυξης.
Σύμφωνα με την TXO, εταιρεία που ειδικεύεται στην ανακύκλωση και πώληση μετάλλων, οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι αναμένεται να αποκομίσουν περίπου 720 εκατομμύρια δολάρια από πωλήσεις χαλκού το 2025. Μεταξύ των εταιρειών που έχουν ήδη κερδίσει από την ανακύκλωση χαλκού περιλαμβάνονται η BT, η Telia, η Telenor και η Telstra. Ο ανακυκλωμένος χαλκός διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας, καθώς είναι απαραίτητος για την ηλεκτροδότηση και τις ανανεώσιμες πηγές.
Οι τηλεπικοινωνιακοί όμιλοι αποσύρουν σταδιακά παλαιές γραμμές χαλκού καθώς εγκαθιστούν δίκτυα οπτικής ίνας και αναπτύσσουν ασύρματες τεχνολογίες. Παράλληλα, η άνοδος των τιμών του χαλκού ενισχύει τα οικονομικά οφέλη αυτών των πρωτοβουλιών. Οι τιμές του μετάλλου εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 12.000 δολάρια ανά μετρικό τόνο έως το 2035, από τα τρέχοντα επίπεδα των 9.170 δολαρίων, σύμφωνα με την S&P Global Commodity Insights. Η αύξηση αυτή αποδίδεται στην ενεργειακή μετάβαση, την επέκταση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και τη ραγδαία άνοδο της ηλεκτροκίνησης.
Το μέταλλο, που χρησιμοποιείται σε ηλεκτρικά δίκτυα, καλωδιώσεις και ηλεκτρικά οχήματα, παρουσίασε έντονες διακυμάνσεις τιμών, με τα επίπεδα-ρεκόρ να ξεπερνούν τα 11.100 δολάρια τον Μάιο. Η ζήτηση προβλέπεται να αυξηθεί κατά 70% έως το 2050, γεγονός που προκαλεί ανησυχίες για ελλείψεις προσφοράς, δεδομένου ότι η εξόρυξη χαλκού δεν αναμένεται να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση.
Ειδικοί του κλάδου επισημαίνουν ότι οι τηλεπικοινωνιακές εταιρείες που επενδύουν στην ανάκτηση χαλκού σήμερα εξασφαλίζουν σημαντικά οικονομικά οφέλη, ενώ παράλληλα ενισχύουν τις πρακτικές βιωσιμότητας, μειώνοντας την ανάγκη για εξόρυξη. Ωστόσο, προειδοποιούν ότι η αυξημένη ζήτηση πιθανότατα θα οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές και ελλείψεις, καθώς οι πόροι από την ανακύκλωση δεν επαρκούν για να καλύψουν τη συνολική ανάγκη.
Στην Αυστραλία, η Telstra έχει αποκομίσει 211 εκατομμύρια αυστραλιανά δολάρια (132 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) τα τελευταία δύο οικονομικά έτη από την πώληση καλωδίων χαλκού που έχουν εξαχθεί από το δίκτυο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η BT εξασφάλισε προκαταβολή ύψους 105 εκατομμυρίων λιρών για πωλήσεις χαλκού και υπέγραψε συνεργασία με την EMR για την ανάκτηση χαλκού έως το 2028. Επιπλέον, εφαρμόζει ένα πρόγραμμα επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης παλαιού εξοπλισμού δικτύου.
Η σουηδική Telia εκτιμά ότι θα αποκομίσει 2-3 εκατομμύρια ευρώ από πωλήσεις χαλκού το 2025, έχοντας ήδη εισπράξει 25 εκατομμύρια ευρώ από την έναρξη της απόσυρσης του δικτύου της. Η νορβηγική Telenor σχεδιάζει να ανακτήσει 250 τόνους χαλκού το 2025, με εκτιμώμενα έσοδα 1 εκατομμυρίου ευρώ. Συνολικά, η εταιρεία προβλέπει έσοδα 68 εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από εναέρια καλώδια και καλώδια σε κτίρια.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η AT&T έχει ανακυκλώσει περισσότερους από 32.000 μετρικούς τόνους χαλκού από το 2021, επενδύοντας τα έσοδα στη βελτίωση των υποδομών της. Εντούτοις, οι ειδικοί σημειώνουν ότι, παρά τις δυνατότητες ενίσχυσης των κερδών, οι εταιρείες αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος ανάκτησης και την πολυπλοκότητα των διαδικασιών, ενώ παραμένει η απειλή της κλοπής χαλκού.
Η βελγική Proximus ανέφερε ότι τα έσοδα από την πώληση χαλκού είναι περιορισμένα, εξαιτίας του υψηλού κόστους εξαγωγής και της περίπλοκης διαδικασίας διαχωρισμού του χαλκού από άλλα υλικά. Ο ολλανδικός πάροχος KPN ανέφερε ότι η ανάκτηση υπόγειων δικτύων είναι ιδιαίτερα δαπανηρή και έχει πραγματοποιήσει μόνο πιλοτικά έργα ανακύκλωσης.
Η ανάκτηση χαλκού απαιτεί εξειδικευμένες διαδικασίες, αυστηρή συμμόρφωση με τους κανονισμούς και εξατομικευμένα προγράμματα ανακύκλωσης για την παραγωγή εμπορεύσιμου προϊόντος. Παρά τις προκλήσεις, η ανακύκλωση παραμένει κρίσιμος παράγοντας για την ενεργειακή μετάβαση και τη βιωσιμότητα του κλάδου.