Σε έναν κόσµο όπου το Wi-Fi κυριαρχεί και βρίσκεται σε κάθε συσκευή, µια καινούρια τεχνολογία έρχεται να «φωτίσει», από µια διαφορετική γωνία, το ζήτηµα της ασύρµατης σύνδεσης: το Li-Fi (Light Fidelity). Αντί να χρησιµοποιεί ραδιοκύµατα για τη µετάδοση δεδοµένων, όπως το Wi-Fi, το Li-Fi βασίζεται κυρίως στο ορατό φως, αλλά σε εξειδικευµένες περιπτώσεις µπορεί να αντλήσει και από το υπεριώδες ή το υπέρυθρο. Η υπόσχεση του Li-Fi είναι να προσφέρει υψηλές ταχύτητες και αυξηµένη ασφάλεια, αλλά, όπως σε οτιδήποτε ριζοσπαστικά καινοτόµο, εντοπίζονται και σηµαντικές προκλήσεις.
Η ιδέα πίσω από το Li-Fi γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 από τον Γερµανό φυσικό Χάραλντ Χάας, που ανακάλυψε ότι οι λαµπτήρες LED µπορούν να αναβοσβήνουν τόσο γρήγορα, ώστε τα µάτια µας να µην αντιλαµβάνονται τις διακυµάνσεις, αλλά η πληροφορία να µεταφέρεται κανονικά µέσω φωτεινών παλµών. Το σήµα µπορεί να αναγνωριστεί από συµβατές συσκευές, που αποκωδικοποιούν τις πληροφορίες και τις µετατρέπουν σε δεδοµένα. Πρόκειται για µια τεχνολογία που θυµίζει, σε κάποιον βαθµό, τον κώδικα Μορς, όπου οι παλµοί φωτός γίνονται «φορείς» πληροφορίας.
Ένα από τα µεγαλύτερα πλεονεκτήµατα του Li-Fi είναι η ταχύτητα. Θεωρητικά, µπορεί να φτάσει έως και 224 Gbps, κάτι που το κάνει πολύ πιο γρήγορο ακόµη και από το Wi-Fi 7, το οποίο έχει ανώτατη ταχύτητα 40 Gbps.
Σκεφτείτε πόσο διαφορετική θα ήταν η εµπειρία του streaming ή του online gaming αν η σύνδεση ήταν, όχι µόνο γρήγορη, αλλά και χωρίς τις συχνές παρεµβολές που εµφανίζονται στα ραδιοκύµατα του Wi-Fi. Για τα πολυάριθµα gadgets, smartphones και εφαρµογές στις smart cities του µέλλοντος, το Li-Fi προβάλλει ως η ιδανική λύση, προσφέροντας ταχύτητα και σταθερότητα που ξεπερνά κάθε προσδοκία.
Αλλά τα οφέλη του Li-Fi δεν σταµατούν εκεί. Το φως, σε αντίθεση µε τα ραδιοκύµατα, δεν περνά µέσα από τοίχους, καθιστώντας τη σύνδεση λιγότερο ευάλωτη σε επιθέσεις από τρίτους. Ειδικά σε χώρους που η ασφάλεια είναι πρωταρχικής σηµασίας, όπως σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις ή νοσοκοµεία, το Li-Fi µπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά σηµαντικό. Στα νοσοκοµεία, για παράδειγµα, το Li-Fi θα µπορούσε να αντικαταστήσει τα ραδιοκύµατα, τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν παρεµβολές σε ιατρικό εξοπλισµό, και να δηµιουργήσει ένα περιβάλλον όπου οι συνδέσεις είναι ασφαλείς και λειτουργικές.
Εντούτοις, όπως συµβαίνει µε κάθε νέα τεχνολογία, το Li-Fi συνοδεύεται και από περιορισµούς. Η ανάγκη για οπτική επαφή ανάµεσα στον λαµπτήρα και τον δέκτη σηµαίνει ότι µπορεί να λειτουργήσει µόνο σε κλειστούς χώρους και σε περιβάλλοντα χωρίς εµπόδια, κάτι που δυσκολεύει την υιοθέτησή του σε µεγαλύτερα πλαίσια, όπου εντοπίζονται πολλά αντικείµενα ή άνθρωποι. Αν υπάρχει κάτι που εµποδίζει την πορεία του φωτός, η σύνδεση διακόπτεται αµέσως. Ένας άλλος παράγοντας είναι το εξωτερικό φως, καθώς το ηλιακό φως µπορεί να «θολώσει» το σήµα και να επηρεάσει τη σύνδεση, κάνοντας το Li-Fi λιγότερο αποτελεσµατικό σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ωστόσο, το µέλλον του Li-Fi παραµένει πολλά υποσχόµενο για πιο εξειδικευµένες εφαρµογές. Αντί να αντικαταστήσει πλήρως το Wi-Fi, φαίνεται πιο πιθανό να λειτουργήσει συµπληρωµατικά σε αυτό, καλύπτοντας ανάγκες για υψηλή ασφάλεια και ταχύτητα, ενώ το Wi-Fi θα εξυπηρετεί ευρύτερες περιοχές. Σε ένα «έξυπνο» σπίτι, για παράδειγµα, οι λάµπες Li-Fi θα µπορούσαν να προσφέρουν ασφαλή σύνδεση για συσκευές που χρειάζονται γρήγορη και αξιόπιστη µετάδοση δεδοµένων χωρίς να προκαλούν επιβάρυνση στο εύρος των ραδιοκυµάτων. Για συσκευές όπως υπολογιστές και τηλεοράσεις, η σύνδεση µέσω Li-Fi µπορεί να προσφέρει ασφάλεια και ταχύτητα, ενώ το Wi-Fi να καλύψει την υπόλοιπη περιοχή.
Με την τεχνολογία Li-Fi να βρίσκεται στα πρώτα στάδια ανάπτυξης, εταιρείες και οργανισµοί επενδύουν ολοένα και περισσότερο σε αυτήν. Καθώς ωριµάζει, ίσως σύντοµα δούµε στα σπίτια µας λάµπες που, εκτός από το να προσφέρουν φως, θα λειτουργούν και ως σηµεία πρόσβασης. Το Li-Fi µπορεί να µην αντικαταστήσει πλήρως το Wi-Fi, αλλά να φέρει µια νέα εποχή στη συνδεσιµότητα, όπου το φως και το διαδίκτυο θα γίνουν ένα, προσφέροντας ένα λαµπρό µέλλον – κυριολεκτικά και µεταφορικά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Κινητή Τηλεφωνία & Τηλεπικοινωνίες