Η καινοτομία αποτελεί ζωτικής σημασίας παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Σύμφωνα με την τελευταία Έρευνα για την Καινοτομία στις Επιχειρήσεις (Community Innovation Survey – CIS), το 51% των επιχειρήσεων στην ΕΕ δήλωσε ότι συμμετείχε σε καινοτόμες δραστηριότητες κατά την περίοδο 2020-2022. Η έρευνα αυτή, που διενεργείται κάθε δύο χρόνια από το 1992, παρέχει στοιχεία σχετικά με την πρόοδο που επιτυγχάνεται στον τομέα της καινοτομίας στις επιχειρήσεις. Τα ευρήματα της τελευταίας έρευνας υπογραμμίζουν τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, την επίδραση του μεγέθους των επιχειρήσεων και τη φύση των καινοτόμων δραστηριοτήτων.
Η CIS ανέδειξε το Βέλγιο ως τη χώρα με το υψηλότερο ποσοστό καινοτόμων επιχειρήσεων, καθώς το 70% των επιχειρήσεων ανέφεραν ότι ανέπτυξαν ή υιοθέτησαν νέες ή βελτιωμένες πρακτικές. Η Ελλάδα ακολούθησε στη δεύτερη θέση με 66%, μια επίδοση που καταδεικνύει τη δυναμική της χώρας στον τομέα αυτόν, ενώ η Γερμανία, ως η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, βρέθηκε στην τρίτη θέση με ποσοστό 63%. Αντίθετα, χώρες όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ουγγαρία παρουσίασαν τα χαμηλότερα ποσοστά, με μόλις το 9%, 26% και 30% αντίστοιχα των επιχειρήσεών τους να αναφέρουν καινοτόμες δραστηριότητες. Αυτή η ανομοιογένεια υποδηλώνει την ύπαρξη διαφορετικών επιπέδων υποδομών, πολιτικών στήριξης και επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη μεταξύ των κρατών-μελών.
Ένα ακόμα κρίσιμο στοιχείο που ανέδειξε η έρευνα είναι η σύνδεση της καινοτομίας με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, με 250 ή περισσότερους εργαζόμενους, παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής σε καινοτόμες δραστηριότητες, το οποίο έφτασε το 78%. Οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, με 50 έως 249 εργαζόμενους, ακολούθησαν με 64%, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις, με 10 έως 49 εργαζόμενους, παρουσίασαν χαμηλότερο ποσοστό, το οποίο διαμορφώθηκε στο 47%. Η διαφορά αυτή αντανακλά τις αυξημένες δυνατότητες των μεγαλύτερων επιχειρήσεων να διαθέτουν πόρους για την ανάπτυξη καινοτομιών, καθώς και την ικανότητά τους να υιοθετούν νέες τεχνολογίες και πρακτικές. Από την άλλη πλευρά, οι μικρότερες, αν και αντιμετωπίζουν περισσότερες προκλήσεις, διατηρούν σημαντική παρουσία στις εξειδικευμένες αγορές όπου η προσαρμοστικότητα αποτελεί πλεονέκτημα.
Η CIS ορίζει μια καινοτόμα επιχείρηση ως εκείνη που συμμετείχε, κατά τη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης, σε δραστηριότητες που αφορούν την ανάπτυξη ή την εφαρμογή νέων ή βελτιωμένων προϊόντων ή επιχειρηματικών διαδικασιών. Η καινοτομία αυτή μπορεί να αφορά είτε σε προϊόντα, είτε σε διαδικασίες. Η καινοτομία προϊόντος αναφέρεται στην εισαγωγή αγαθών ή υπηρεσιών που διαφέρουν ουσιαστικά από τα προηγούμενα προϊόντα της επιχείρησης και έχουν εισαχθεί στην αγορά. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αισθητικές αλλαγές δεν θεωρούνται καινοτομία. Αντίστοιχα, η καινοτομία επιχειρηματικών διαδικασιών αφορά στη δημιουργία ή την υιοθέτηση νέων ή βελτιωμένων διαδικασιών για την παραγωγή, τη διανομή ή την υποστήριξη πελατών, οι οποίες διαφέρουν σημαντικά από προηγούμενες πρακτικές.
Η CIS αποτελεί εδώ και δεκαετίες τον βασικό μηχανισμό παρακολούθησης της καινοτομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προσφέροντας στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό πολιτικών. Από το 2022, η έρευνα εντάσσεται στο νέο θεσμικό πλαίσιο που καθορίζεται από τον Κανονισμό Εκτέλεσης (ΕΕ) 2022/1092, ο οποίος προσδιορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές για τη συλλογή δεδομένων. Ο κανονισμός αυτός διασφαλίζει την ομοιομορφία και τη συγκρισιμότητα των δεδομένων, καλύπτοντας τις οικονομικές δραστηριότητες, τα μεγέθη επιχειρήσεων και τους δείκτες καινοτομίας.
Τα αποτελέσματα της CIS υπογραμμίζουν τη σημασία της καινοτομίας για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς και την ανάγκη ενίσχυσης των μικρότερων επιχειρήσεων που συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ανάπτυξη και υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.