Η Intel, ο αμερικανικός κολοσσός στον τομέα των μικροκυκλωμάτων, ανακοίνωσε την καθυστέρηση της κατασκευής δύο μεγάλων εργοστασίων στη Γερμανία και την Πολωνία για δύο χρόνια, προκαλώντας ανησυχίες για την προοπτική της Ευρώπης να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους της στην παραγωγή ημιαγωγών. Η απόφαση της εταιρείας, η οποία ελήφθη λόγω οικονομικών προβλημάτων, αποτελεί πλήγμα στις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγική της ικανότητα στα μικροκυκλώματα, στο πλαίσιο του φιλόδοξου “EU Chips Act”.
Ο CEO της Intel, Pat Gelsinger, σε ανάρτηση στο blog της εταιρείας στις 16 Σεπτεμβρίου, ανέφερε: «θα αναστείλουμε τα έργα μας στην Πολωνία και τη Γερμανία για περίπου δύο χρόνια, με βάση την αναμενόμενη ζήτηση της αγοράς». Τα εργοστάσια στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας και στο Βρότσλαβ της Πολωνίας είχαν κεντρικό ρόλο για την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σχέση με την αύξηση του μεριδίου της στην παγκόσμια αγορά ημιαγωγών στο 20% έως το 2030.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε το 2022 μια στρατηγική για τα μικροκυκλώματα, που συμπεριλήφθηκε στον νέο “EU Chips Act”. Ο στόχος του σχεδίου ήταν να διπλασιαστεί το μερίδιο της ΕΕ στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας μικροκυκλωμάτων, φτάνοντας το 20% έως το 2030. Αυτή η κίνηση ήρθε ως απάντηση στις προκλήσεις της πανδημίας, κατά την οποία η παγκόσμια έλλειψη ημιαγωγών οδήγησε σε κλείσιμο εργοστασίων σε διάφορους τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Ωστόσο, παρά τις μεγάλες προσδοκίες, η καθυστέρηση στην υλοποίηση των έργων της Intel αποκαλύπτει σοβαρές αδυναμίες στη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο πρώην Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της ΕΕ, Thierry Breton, είχε διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην προώθηση του σχεδίου για τα μικροκυκλώματα. Εντούτοις, παραιτήθηκε από τη θέση του μόλις μια ημέρα πριν την ανακοίνωση της Intel, καθιστώντας την κατάσταση ακόμη πιο περίπλοκη. Η απόφαση της Intel να αναβάλει τα έργα της είναι ένα σημαντικό πλήγμα για τη στρατηγική της Ευρώπης να κατακτήσει μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Νότια Κορέα έχουν ήδη δρομολογήσει μαζικά δημόσια προγράμματα στήριξης για να προσελκύσουν κατασκευαστές chip.
Η επένδυση της Intel ύψους 30 δισεκατομμυρίων ευρώ στο Μαγδεμβούργο ήταν το μεγαλύτερο έργο που είχε σχεδιαστεί στο πλαίσιο του “EU Chips Act”, με το ένα τρίτο του ποσού να προέρχεται από γερμανικές επιδοτήσεις. Το έργο των 4,2 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Πολωνία θεωρήθηκε ως η «μεγαλύτερη επένδυση στην ιστορία της Πολωνίας», με περίπου 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ να προέρχονται από κρατική ενίσχυση. Ωστόσο, η αδυναμία της Γερμανίας να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για τις επιδοτήσεις λόγω δικαστικών αποφάσεων επιδείνωσε την κατάσταση, καθιστώντας πιο δύσκολο το εγχείρημα.
Παρά τις φιλόδοξες προθέσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραδέχθηκε τον Ιούλιο του 2024 ότι οι στόχοι για την αύξηση του μεριδίου στην παγκόσμια αγορά ημιαγωγών δεν ήταν ρεαλιστικοί. Σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν, το μερίδιο της Ευρώπης αναμένεται να φτάσει μόλις το 11,7% έως το 2030, έναντι του στόχου του 20%. Αυτή η παραδοχή ενισχύει την αίσθηση ότι οι φιλοδοξίες της ΕΕ βρίσκονται αντιμέτωπες με σοβαρές προκλήσεις, παρά τη σημαντική χρηματοδότηση που έχει δεσμευθεί. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, σε δηλώσεις της κατά τη διάρκεια της τελετής θεμελίωσης του νέου εργοστασίου μικροκυκλωμάτων της TSMC στη Δρέσδη, τόνισε ότι το “EU Chips Act” έχει ήδη προσελκύσει επενδύσεις ύψους 115 δισεκατομμυρίων ευρώ, δημόσιες και ιδιωτικές, χαρακτηρίζοντας το ως μια “επενδυτική επανάσταση”. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει δώσει σαφή ανάλυση του πως υπολογίζεται το ποσό των 115 δισεκατομμυρίων.
Η καθυστέρηση στα έργα της Intel έρχεται τη στιγμή που οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ενισχύουν τη δική τους παραγωγική ικανότητα σε ημιαγωγούς. Η κυβέρνηση Μπάιντεν χορήγησε στην Intel επιπλέον 3 δισεκατομμύρια δολάρια στο πλαίσιο του νόμου “CHIPS and Science Act” για το πρόγραμμα “Secure Enclave”, που στοχεύει στην αύξηση της προσφοράς μικροηλεκτρονικών για το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Συνολικά, η Intel έχει λάβει περίπου 8,5 δισεκατομμύρια δολάρια από την αμερικανική κυβέρνηση για την ενίσχυση της παραγωγής της, ενώ βρίσκεται σε διαδικασία κατασκευής μονάδων παραγωγής μικροκυκλωμάτων σε τέσσερις πολιτείες των ΗΠΑ. Παράλληλα, η Intel προχωρά στη δημιουργία ξεχωριστής οντότητας για τη δραστηριότητά της στον τομέα των “foundries”, κάτι που μπορεί να της επιτρέψει να αντλήσει εξωτερική χρηματοδότηση.
Η στενή σχέση της Intel με την κυβέρνηση των ΗΠΑ και το Υπουργείο Άμυνας αναδεικνύεται ως στρατηγικής σημασίας, ιδιαίτερα μέσω του προγράμματος “Secure Enclave” και άλλων πρωτοβουλιών, όπως το “RAMP” και το “SHIP”. Αυτή η συνεργασία είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της αλυσίδας εφοδιασμού μικροκυκλωμάτων και ενισχύει τη θέση της Intel στην αμερικανική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας. Την ίδια στιγμή, ο Gelsinger εξέφρασε πρόσφατα τη δυσαρέσκειά του για την εξάρτηση των αμερικανικών εταιρειών από την TSMC, την κορυφαία κατασκευάστρια μικροκυκλωμάτων παγκοσμίως. Αυτή η εξάρτηση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ αγωνίζονται να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Ασία για την παραγωγή ημιαγωγών.
Η Intel, παρότι καταβάλλει προσπάθειες για να παραμείνει ανταγωνιστική, έχει χάσει περίπου το 56% της αξίας της κατά τη διάρκεια του 2024, καθώς αντιμετωπίζει δυσκολίες στην αγορά τεχνητής νοημοσύνης, έναν τομέα που αναπτύσσεται ραγδαία. Ως απάντηση, η εταιρεία ανακοίνωσε την απόλυση του 15% του εργατικού δυναμικού της στο πλαίσιο ενός προγράμματος μείωσης κόστους κατά 10 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2025. Η καθυστέρηση των έργων της Intel στην Ευρώπη και οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει υπογραμμίζουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η εταιρεία, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην προσπάθεια να εδραιωθεί ως παγκόσμιος παίκτης στον τομέα των ημιαγωγών.