Λίγους µήνες µετά τις σχετικές εγκρίσεις, η Neuralink, µια εταιρεία που ανήκει στον δισεκατοµµυριούχο Elon Musk, τοποθέτησε, για πρώτη φορά, το εγκεφαλικό εµφύτευµα που αναπτύσσει σε άνθρωπο. Ο Musk ανακοίνωσε ότι ο ασθενής έλαβε το εµφύτευµα και «αναρρώνει καλά». Η συσκευή προορίζεται για µια σειρά χρήσεων, από την αποκατάσταση της κινητικής λειτουργικότητας του ανθρώπου έως τη δυνατότητα ανάπτυξης µιας διεπαφής µεταξύ εγκεφάλου και υπολογιστή. Και κάπου εδώ, βάζουµε στην ιστορία µας τα smartphones.
Σε αυτή τη στήλη, κοιτάµε προς το µέλλον, µε όραµα κατευθύνσεις που ενδέχεται να µην γίνουν ποτέ πραγµατικότητα. Μια από αυτές είναι η δυνατότητα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης µε τις συσκευές µας µέσω… της σκέψης. Άλλωστε, ζούµε σε µια εποχή που, όπως βλέπουµε και µε το παράδειγµα της Neuralink, η τεχνολογία των νευρωνικών διεπαφών, που στοχεύει στην ανάπτυξη «οδών επικοινωνίας» µε τον ανθρώπινο εγκέφαλο, µπορεί να αλλάξει το «status quo» της «σχέσης» µας µε τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Με απλά λόγια, αναφερόµαστε σε συστήµατα που συνδέουν το ανθρώπινο νευρικό σύστηµα µε ηλεκτρονικά ή µηχανικά τµήµατα, τα οποία συλλαµβάνουν και ερµηνεύουν τα νευρικά σήµατα, επιτρέποντας την άµεση «επικοινωνία» µε τον εγκέφαλο. Οι τρέχουσες εξελίξεις περιλαµβάνουν τη χρήση διεπαφών που επιτρέπουν τον έλεγχο προσθετικών άκρων, του κέρσορα στην οθόνη, ακόµη και τη δυνατότητα πληκτρολόγησης βασικών εντολών. Γίνεται χρήση ηλεκτροδίων για την ανίχνευση νευρικών δραστηριοτήτων, τα οποία τοποθετούνται είτε στο τριχωτό της κεφαλής µε µη επεµβατικό τρόπο, είτε απευθείας στον εγκέφαλο.
Ναι, είναι αρκετά φουτουριστικό – ενδεχοµένως και… τροµακτικό. Σκεφτείτε, όµως, έναν κόσµο όπου τα κινητά θα ενεργοποιούνται µόνο µε τη σκέψη και ο έλεγχος των λειτουργιών θα αποτελεί µια εξαιρετικά απλή υπόθεση. Ολόκληρη η πρόθεση του χρήστη θα γίνεται κατανοητή µέσω µιας εξελιγµένης διεπαφής, δίνοντας τη δυνατότητα περιήγησης στο διαδίκτυο, αποστολής µηνυµάτων, ακόµη και πραγµατοποίησης κλήσεων. Με απλά λόγια, ένα chip όπως αυτό της Neuralink θα µπορούσε να επιτρέψει των απευθείας έλεγχο ενός smartphone µέσω της σκέψης, παρακάµπτοντας τις «παραδοσιακές» αλληλεπιδράσεις, όπως η πληκτρολόγηση και η οµιλία.
Η ενσωµάτωση της συγκεκριµένης τεχνολογίας στα smartphone θα µπορούσε να οδηγήσει σε νέες εµπειρίες, συµπεριλαµβανοµένων εφαρµογών επαυξηµένης (AR) και εικονικής πραγµατικότητας (VR), που θα ελέγχονται απευθείας µέσω του… µυαλού µας. Επιπρόσθετα, πέρα από τον έλεγχο αυτών των συσκευών, ένα τέτοιο chip θα µπορούσε ενδεχοµένως να παρακολουθεί την υγεία του κατόχου του, σε πραγµατικό χρόνο, παρέχοντας πολύτιµα δεδοµένα για ιατρικούς σκοπούς, τα οποία θα µπορούσαν να προσφέρουν χρήσιµες πληροφορίες για την κατάσταση του µέσω σχετικών apps.
Μια τέτοια «διασύνδεση» θα µπορούσε να φέρει στο προσκήνιο µια νέα εποχή εξατοµικευµένης τεχνολογίας. Με την κατανόηση των µοναδικών νευρωνικών προτύπων κάθε χρήστη, οι συσκευές θα ήταν σε θέση να προσαρµόζουν τη λειτουργικότητα και το περιεχόµενό τους ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις προσωπικές προτιµήσεις και ανάγκες. Αυτό θα µπορούσε να οδηγήσει σε µια πιο αποτελεσµατική εµπειρία χρήστη, καθώς τα smartphones θα προβλέπουν τις επιθυµίες µας και θα ανταποκρίνονται στις σκέψεις µας, σε πραγµατικό χρόνο.
Φυσικά, όλη η παραπάνω προοπτική βρίσκεται αντιµέτωπη µε σηµαντικές προκλήσεις. Από την τεχνολογική πλευρά των πραγµάτων, η ακρίβεια, η ταχύτητα και η µη επεµβατικότητα που απαιτείται, θα είναι δύσκολο να υλοποιηθούν. Σε θέµατα ηθικής, έρχονται στο προσκήνιο ανησυχίες που αφορούν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής, την ασφάλεια των δεδοµένων, αλλά και την πιθανή κατάχρηση τους. Πιο συγκεκριµένα, πώς θα πρέπει να σχεδιαστούν τα «νευρωνικά smartphones» ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα χρησιµοποιηθούν ως µέσο παρακολούθησης ή χειραγώγησης;
Εν τέλει, αν και η ιδέα των νευρωνικών smartphones θα µπορούσε να αποτελέσει ένα σηµαντικό άλµα στον τεχνολογικό τοµέα, ένα τέτοιο όραµα βρίσκεται αντιµέτωπο µε ουσιαστικές προκλήσεις. Στην πραγµατικότητα, δεν πρόκειται µόνο για µια τεχνική αλλά και για µια ηθική πρόκληση, που θα πρέπει να ξεπεράσει αρκετά εµπόδια για να αποτελέσει «καθηµερινότητα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Infocom