Το European Strategy and Policy Analysis System (ESPAS) παρουσίασε το τέταρτο Global Trends Report, με τίτλο «Επιλέγοντας το μέλλον της Ευρώπης». Η συγκεκριμένη έκθεση, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, «έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει την πολιτική ηγεσία που θα προκύψει από τις ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου να πλοηγηθεί στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που βρίσκονται μπροστά μας».
Η έκθεση αναλύει 10 βασικούς τομείς, από τη γεωπολιτική, το περιβάλλον και την οικονομία μέχρι την τεχνολογία και την κοινωνική αλληλεγγύη. Περιγράφει τις αναμενόμενες τάσεις έως το 2040 και τον τρόπο με τον οποίο αυτές ενδέχεται να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, επισημαίνοντας τα σημεία στα οποία οι ηγέτες της ΕΕ θα βρεθούν αντιμέτωποι με επιλογές μακροπρόθεσμης στρατηγικής σημασίας.
Ενώ ορισμένες από τις τάσεις παρουσιάζουν αυξανόμενους κινδύνους και αναδυόμενες απειλές, η έκθεση δείχνει, επίσης, ότι αποτελούν λόγους αισιοδοξίας και ότι η ΕΕ έχει σημειώσει αξιοσημείωτη επιτυχία στην αντιμετώπιση κρίσεων. Τονίζεται, επίσης, ότι η ενότητα μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των κρατών μελών είναι πιο πιθανό να επιτύχει από μια προσέγγιση όπου οι διάφορες βαθμίδες παίρνουν αντιφατικές ή αντίθετες θέσεις.
Αναλυτικότερα, όσον αφορά στο θέμα της τεχνολογίας, η έκθεση παρουσιάζει την επιταχυνόμενη ανάπτυξη και υιοθέτηση αναδυόμενων τεχνολογιών σε διάφορους τομείς, όπως η βιοτεχνολογία, τα προηγμένα υλικά και οι καθαρές τεχνολογίες. Αυτή η ταχεία εξέλιξη αναδεικνύεται από φαινόμενα όπως το ChatGPT, το οποίο έφτασε τα 100 εκατομμύρια μηνιαίους χρήστες σε μόλις δύο μήνες, και η δραματική μείωση του κόστους της αλληλούχισης του ανθρώπινου γονιδιώματος, από 10.000 δολάρια πριν από μια δεκαετία σε μερικές εκατοντάδες δολάρια σήμερα. Οι τεχνολογίες αυτές, αν και πολλά υποσχόμενες, απαιτούν σημαντικές αρχικές επενδύσεις, αλλά μπορεί να μην χρειάζονται εκτεταμένες ή περίπλοκες υποδομές.
Ταυτόχρονα, η τεχνολογική σύγκλιση αναδιαμορφώνει σημαντικά το οικονομικό τοπίο. Η σύγκλιση τομέων, υπηρεσιών και τεχνολογιών, με γνώμονα την υπερσυνδεσιμότητα, αναμένεται να αυξήσει τον αριθμό των συνδεδεμένων συσκευών από 30,4 δισεκατομμύρια το 2020 σε 200 δισεκατομμύρια έως το 2030. Αυτό, όπως αναφέρεται, προσφέρει ευκαιρίες για την αξιοποίηση τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων, για την ενίσχυση και την καινοτομία σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει δραματικά την οικονομική ανάπτυξη, την παραγωγικότητα και την πράσινη μετάβαση. Παρομοίως, η βιοτεχνολογία χρησιμοποιεί πολύπλοκα δεδομένα για καινοτομία σε τομείς όπως η συνθετική βιολογία και η παραγωγή τροφίμων.
Ωστόσο, αυτές οι τεχνολογικές εξελίξεις παρουσιάζουν και προκλήσεις. Ο ταχύτατος ρυθμός ανάπτυξης επιφέρει απροσδιόριστους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του ακραίου σεναρίου όπου η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να προκαλέσει καταστροφές στην πραγματική ζωή. Επιπλέον, η κατάχρηση καινοτόμων τεχνολογιών από κακόβουλους φορείς θα μπορούσε να υπονομεύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη στις δημοκρατικές διαδικασίες και τους κοινωνικούς κανόνες. Επιπλέον, οι τεχνολογίες αυτές είναι συχνά ενεργοβόρες, συμβάλλοντας σημαντικά στην παγκόσμια χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, γεγονός που αποτελεί πρόκληση για τους στόχους περιβαλλοντικής βιωσιμότητας.
Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις της τεχνολογίας γίνονται επίσης όλο και πιο σημαντικές. Οι χώρες αναγνωρίζουν τη στρατηγική αξία της πρωτοπορίας σε τεχνολογικούς τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, τα chipset επόμενης γενιάς και οι διάφορες καθαρές μηδενικές τεχνολογίες. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια ώθηση προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των εθνικών δυνατοτήτων και της στρατηγικής αυτονομίας σε κρίσιμες τεχνολογίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διατήρηση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και τη διασφάλιση της ευρύτερης ασφάλειας.
Τέλος, η διακυβέρνηση της ταχέως εξελισσόμενης τεχνολογίας αποτελεί σημαντική πρόκληση για τους νομοθέτες. Η πολυπλοκότητα και η ταχύτητα της τεχνολογικής ανάπτυξης επιβαρύνουν τα υφιστάμενα νομοθετικά και κανονιστικά πλαίσια, τα οποία δυσκολεύονται να συμβαδίσουν με την καινοτομία. Αυτή η νομοθετική υστέρηση μπορεί να ενισχύσει τον σκεπτικισμό μεταξύ των πολιτών και των παραδοσιακών οικονομικών τομέων, περιπλέκοντας το τοπίο της διακυβέρνησης και απαιτώντας μια διαφοροποιημένη προσέγγιση στη χάραξη πολιτικής, που να μπορεί να προσαρμόζεται στο εξελισσόμενο τεχνολογικό περιβάλλον.
Η έκθεση καταλήγει πως «οι τεχνολογίες αποτελούν κλειδί για το μέλλον της ΕΕ, όσον αφορά στους στρατηγικούς στόχους της, την ανταγωνιστικότητα, την ανοικτή στρατηγική αυτονομία και τη συνολική ασφάλεια. Η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι ισχυρός παίκτης σε αυτόν τον τομέα, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 20% της παγκόσμιας Ε&Α, των δημοσιεύσεων και των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Διαθέτει ισχυρή θέση σε διάφορες τεχνολογίες, όπως η προηγμένη μεταποίηση και τα υλικά, ή διάφορες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Ωστόσο, η Ευρώπη έχει επίσης αδύναμα σημεία, μεταξύ άλλων στην εφαρμοσμένη έρευνα και στις οριζόντιες τεχνολογίες, όπου σήμερα ηγείται μόνο σε δύο (υλικά νέας γενιάς και καθαρή τεχνολογία) από τους δέκα τομείς. Αυτό οφείλεται στον κατακερματισμό της αγοράς της και στη σχετικά περιορισμένη πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια. Ενώ οι ευρωπαϊκές εταιρείες επενδύουν λιγότερο στην έρευνα, η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων Ε&Α στην ΕΕ έφθασε στον υψηλότερο ρυθμό από το 2015, ξεπερνώντας αυτόν των αμερικανικών εταιρειών. Οι αμερικανικές εταιρείες εξακολουθούν να είναι υπεύθυνες για πάνω από το 42% των συνολικών επενδύσεων Ε&Α των μεγαλύτερων 2.500 εταιρικών επενδυτών, αλλά η ΕΕ ανταγωνίζεται πλέον στενά την Κίνα για τη δεύτερη θέση, με 17,5% και 17,8%, αντίστοιχα. Ωστόσο, στη βαθιά τεχνολογία οι ΗΠΑ προηγούνται με πάνω από το 60% της παρεχόμενης χρηματοδότησης, η Ευρώπη διαθέτει συνολικά το 14% και η Κίνα το 12%.
Μέχρι σήμερα, το τεχνολογικό πλεονέκτημα της ΕΕ έχει συνδυαστεί με ισχυρή ρυθμιστική και τυποποιητική ικανότητα. Ο νόμος για τις ψηφιακές αγορές και ο νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες δείχνουν ότι η Ευρώπη μπορεί να δράσει γρήγορα, ακόμη και σε περίπλοκους ή ταχέως μεταβαλλόμενους τομείς. Ωστόσο, η Κίνα επενδύει επίσης σημαντικά στην ανάπτυξη της ρυθμιστικής της ικανότητας, αυξάνοντας την παρουσία της σε σχετικούς διεθνείς φορείς και παρέχοντας κρίσιμες τεχνολογικές υποδομές, όπως το 5G στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ διαμορφώνουν το ρυθμιστικό περιβάλλον γύρω από τις αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη ή τα κρυπτονομίσματα, με μια χαλαρή προσέγγιση, ελκυστική για τους επενδυτές».
«Οι ρυθμοί ανάπτυξης και υιοθέτησης των νέων τεχνολογιών επιταχύνονται και η τεχνολογική σύγκλιση αυξάνεται. Αυτό συμβαίνει σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων προσδοκιών απέναντι στις τεχνολογίες (όχι μόνο για την πράσινη μετάβαση), αυξανόμενου γεωπολιτικού τεχνολογικού ανταγωνισμού και προκλήσεων γύρω από τη ρύθμιση και την τυποποίηση» υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά.