Η Ρωσία, η Ουκρανία και η Κίνα ανακηρύχθηκαν ως οι μεγαλύτερες «εστίες κυβερνοεγκλήματος» στον κόσμο, σε μια νέα μελέτη που κατατάσσει τις σημαντικότερες πηγές απειλών σε σχέση με το ζήτημα του ηλεκτρονικού εγκλήματος.
Το World Cybercrime Index δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Plos One μετά από τρία χρόνια έρευνας από ακαδημαϊκούς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας στην Καμπέρα.
Ο δείκτης αναφέρει ότι η Ρωσία «φιλοξενεί» τη μεγαλύτερη απειλή σε σχέση με το κυβερνοέγκλημα, ακολουθούμενη από την Ουκρανία, την Κίνα, τις ΗΠΑ και τη Νιγηρία. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν όγδοο στον συγκεκριμένο κατάλογο.
Η δεκάδα συμπληρώνεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τη Νιγηρία, τη Ρουμανία, τη Βόρεια Κορέα, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Βραζιλία και την Ινδία. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 74η θέση.
Η κατάταξη βασίστηκε σε στοιχεία που συγκέντρωσαν οι ερευνητές, από σχεδόν 100 ειδικούς σε θέματα κυβερνοεγκλήματος από όλο τον κόσμο, ζητώντας από τον καθένα να εντοπίσει τις σημαντικότερες πηγές πέντε σημαντικών τύπων κυβερνοεγκλήματος, κατατάσσοντας τις χώρες ανάλογα με τον αντίκτυπο, τον επαγγελματισμό και την τεχνική κατάρτιση των εγκληματιών.
Η συν-συγγραφέας της μελέτης, Δρ Miranda Bruce, δήλωσε ότι η έρευνα θα επιτρέψει στις υπηρεσίες ασφάλειας που σχετίζονται με τον κυβερνοχώρο να επικεντρωθούν στους βασικούς κόμβους του κυβερνοεγκλήματος, κατευθύνοντας τα κονδύλια και την εστίαση αποτελεσματικότερα.
«Η έρευνα στην οποία στηρίζεται ο δείκτης θα βοηθήσει στην άρση του πέπλου της ανωνυμίας γύρω από τους κυβερνοεγκληματίες και ελπίζουμε ότι θα βοηθήσει στην καταπολέμηση της αυξανόμενης απειλής του κυβερνοεγκλήματος που έχει γνώμονα το κέρδος», τόνισε η ίδια.
«Έχουμε πλέον βαθύτερη κατανόηση της γεωγραφίας του ηλεκτρονικού εγκλήματος και του τρόπου με τον οποίο οι διάφορες χώρες εξειδικεύονται σε διαφορετικούς τύπους κυβερνοεγκλημάτων.
Με τη συνέχιση της συλλογής αυτών των δεδομένων, θα είμαστε σε θέση να παρακολουθούμε την εμφάνιση τυχόν νέων εστιών και είναι πιθανό να γίνουν έγκαιρες παρεμβάσεις σε χώρες που διατρέχουν κίνδυνο πριν καν αναπτυχθεί ένα σοβαρό πρόβλημα κυβερνοεγκλήματος».
Ο συν-συγγραφέας, αναπληρωτής καθηγητής Jonathan Lusthaus, δήλωσε ότι ο δείκτης θα μπορούσε να βοηθήσει να φωτιστεί η συχνά δύσκολα ανιχνεύσιμη δραστηριότητα.
«Λόγω της παράνομης και ανώνυμης φύσης των δραστηριοτήτων τους, οι εγκληματίες του κυβερνοχώρου δεν μπορούν να προσεγγιστούν εύκολα ή να ερευνηθούν αξιόπιστα. Κρύβονται», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
«Αν προσπαθήσετε να χρησιμοποιήσετε τεχνικά δεδομένα για να χαρτογραφήσετε τη θέση τους, επίσης θα αποτύχετε, καθώς οι κυβερνοεγκληματίες αναπηδούν τις επιθέσεις τους γύρω από διαδικτυακές υποδομές σε όλο τον κόσμο.
Το καλύτερο μέσο που έχουμε για να σχηματίσουμε μια εικόνα για το πού βρίσκονται στην πραγματικότητα αυτοί οι δράστες είναι να κάνουμε έρευνα σε εκείνους που η δουλειά τους είναι να τους εντοπίζουν».
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι ελπίζουν να επεκτείνουν τη μελέτη για να εξετάσουν κατά πόσον διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως τα ποσοστά εκπαίδευσης, το ΑΕΠ ή τα επίπεδα διαφθοράς, επηρεάζουν την ποσότητα του κυβερνοεγκλήματος που αναδύεται από μια χώρα.