Ο BEREC υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη θέση του για την Τεχνητή Νοημοσύνη και τους εικονικούς κόσμους. Η θέση «υψηλού επιπέδου», όπως χαρακτηρίζεται, παρέχει μια ολιστική προοπτική και εστιάζει σε μια ποικιλία πτυχών που βασίζονται στην ευρύτερη τεχνογνωσία του BEREC.
Προκειμένου να απελευθερωθεί το δυναμικό των δύο αυτών τομέων και για να διασφαλιστεί ότι οι σχετικές τεχνολογίες αναπτύσσονται προς όφελος των ευρωπαίων πολιτών, ο BEREC πιστεύει ότι ορισμένα βασικά ζητήματα που αφορούν στη δυναμική του ανταγωνισμού, την ανοικτότητα του διαδικτύου, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, τη βιωσιμότητα και την κυβερνοασφάλεια πρέπει να εξεταστούν, να αξιολογηθούν και να αντιμετωπιστούν.
Στο έγγραφο που εγκρίθηκε, ο BEREC επισημαίνει ότι, για να ευδοκιμήσουν η τεχνητή νοημοσύνη και οι εικονικοί κόσμοι, υπάρχει ανάγκη για αξιόπιστα Δίκτυα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ECN) και Υπηρεσίες Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ECS), όπως δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας με χαμηλό λανθάνοντα χρόνο, καθώς και για υψηλή διαθεσιμότητα cloud και edge computing.
O BEREC τονίζει ότι η ενσωμάτωση τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε μετασχηματιστικά οφέλη για την καινοτομία, την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα των υπηρεσιών. Ωστόσο, χωρίς προσεκτική επίβλεψη, αυτό θα μπορούσε να επιδεινώσει ζητήματα ανταγωνισμού, βλάπτοντας δυνητικά την επιλογή και την καινοτομία των χρηστών.
«Πράγματι, ορισμένοι σημαντικοί παράγοντες έχουν προνομιακή ή αποκλειστική πρόσβαση στις λίγες βασικές εισροές στις οποίες βασίζεται η τεχνητή νοημοσύνη και μπορεί να έχουν το κίνητρο να επιβάλλουν αθέμιτους όρους και προϋποθέσεις σε άλλες εταιρείες ή χρήστες» τονίζει ο BEREC.
Η θέση υψηλού αναφέρει, επίσης, ότι οι τελικοί χρήστες διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς παρέχουν δεδομένα και feedback, κάτι που βοηθά στη βελτίωση και περαιτέρω ανάπτυξη των υπηρεσιών τεχνητής νοημοσύνης.
Ωστόσο, διαμορφώνοντας τον τρόπο με τον οποίο οι χρήστες έχουν πρόσβαση σε περιεχόμενο στο διαδίκτυο, οι υπηρεσίες που ενσωματώνουν την generative τεχνητή νοημοσύνη μπορούν ενδεχομένως να επηρεάσουν την ελευθερία επιλογής των χρηστών.
Επιπλέον, η αυξανόμενη διεισδυτικότητα της τεχνητής νοημοσύνης εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την ανοικτότητα του διαδικτύου, το απόρρητο, την κυβερνοασφάλεια, την ακεραιότητα των δεδομένων, την αξιοπιστία και τις κοινωνικές προκαταλήψεις που διαιωνίζονται από την αλγοριθμική μεροληψία και την πολυπλοκότητα.
Ο BEREC προτείνει την υιοθέτηση μιας συλλογής πιθανών λύσεων – μια ρυθμιστική εργαλειοθήκη που θα πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένα εργαλεία για την ενίσχυση της αρχής μιας ανθρωποκεντρικής προσέγγισης για την generative τεχνητή νοημοσύνη και τους ψηφιακούς κόσμους.
Ο BEREC θίγει, επίσης, τον αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης και των ψηφιακών κόσμων στη βιωσιμότητα και τονίζει ότι, όπως και για άλλες ψηφιακές τεχνολογίες, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της τεχνητής νοημοσύνης θα πρέπει να αξιολογηθεί σωστά για να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις και να προωθηθούν οι πιθανές περιπτώσεις χρήσης που μπορούν να ωφελήσουν τη δίδυμη πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Η συμβολή των υπηρεσιών που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη για την πράσινη μετάβαση μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο εάν τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης είναι τα ίδια βιώσιμα, τονίζει χαρακτηριστικά ο BEREC.
Όσον αφορά στην κυβερνοασφάλεια, υπογραμμίζει την ανάγκη επικέντρωσης στην οικοδόμηση μιας ισχυρής και ασφαλούς βάσης που μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τους κινδύνους και να ανεβάσει την ασφάλεια του δικτύου στο επόμενο επίπεδο.
Ο BEREC θα συνεχίσει να αναλύει την εξέλιξη των ψηφιακών αγορών και θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και άλλους ευρωπαϊκούς φορείς και δίκτυα για να εντοπίσει πιθανές προκλήσεις και να συμβάλει στον καθορισμό πιθανών λύσεων, ώστε να διασφαλίσει ότι παρέχονται νέες ψηφιακές τεχνολογίες, υπηρεσίες και προϊόντα προς όφελος των ευρωπαίων πολιτών.
Στο μέλλον, τα μέλη του BEREC θα μπορούσαν, επίσης, να διαδραματίσουν ρόλο στην εφαρμογή του νόμου για την τεχνητή νοημοσύνη σε εθνικό επίπεδο, καθώς οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι εξοπλισμένες για την αντιμετώπιση των τομεακών προβλημάτων ανταγωνισμού σχετικά με τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης.