Θα αυτοματοποιήσει η τεχνητή νοημοσύνη τις θέσεις εργασίας των ανθρώπων και -εάν ναι- ποιες και πότε; Αυτά είναι τα τρία βασικά ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να δώσει απαντήσεις μια νέα μελέτη από το Computer Science and Artificial Intelligence Laboratory (CSAIL) του MIT.
Στη μελέτη τους, οι ερευνητές του MIT προσπαθούν να προχωρήσουν πέρα από αυτό που χαρακτηρίζουν ως συγκρίσεις που «βασίζονται στις εργασίες» και να αξιολογήσουν πόσο εφικτό είναι η τεχνητή νοημοσύνη να εκτελέσει συγκεκριμένους ρόλους – και πόσο πιθανό είναι οι επιχειρήσεις να αντικαταστήσουν το προσωπικό τους με AI.
Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η πλειονότητα των θέσεων εργασίας που είχαν προηγουμένως αναγνωριστεί, από άλλες μελέτες, ότι κινδυνεύουν να υποστούν μετατοπίσεις λόγω της τεχνητής νοημοσύνης, δεν αφορούν, στην πραγματικότητα, σε κάτι «οικονομικά επωφελές» – προς το παρόν τουλάχιστον.
Η βασική λύση, λέει ο Neil Thompson, ερευνητής στο MIT CSAIL και συν-συγγραφέας της μελέτης, είναι ότι το επερχόμενο disruption της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να συμβεί πιο αργά -και λιγότερο δραματικά- από ό, τι προτείνουν ορισμένοι.
«Όπως σε πολλές από τις πρόσφατες έρευνες, βρίσκουμε σημαντικές δυνατότητες για την τεχνητή νοημοσύνη, ώστε να αυτοματοποιήσει εργασίες», τόνισε ο Thompson. «Αλλά είμαστε σε θέση να δείξουμε ότι πολλές από αυτές τις εργασίες δεν είναι ακόμη ελκυστικές για αυτοματοποίηση».
Η μελέτη εξέτασε μόνο εργασίες που απαιτούν οπτική ανάλυση – που περιλαμβάνουν εργασίες όπως η επιθεώρηση προϊόντων στο τέλος μιας γραμμής παραγωγής. Δεν ερευνήθηκε ο πιθανός αντίκτυπος των μοντέλων δημιουργίας κειμένου και εικόνων, όπως το ChatGPT και το Midjourney, στους εργαζόμενους και την οικονομία.
Κατά τη διεξαγωγή της μελέτης, οι ερευνητές προσπάθησαν να καταλάβουν τι θα έπρεπε να επιτύχει ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης, όσον αφορά στην εργασία, για να αντικαταστήσει πλήρως κάποιες διαδικασίες. Στη συνέχεια, μοντελοποίησαν το κόστος κατασκευής ενός συστήματος ικανό να τα κάνει όλα αυτά, και το κατά πόσον οι επιχειρήσεις -ειδικά οι «μη αγροτικές» με έδρα τις ΗΠΑ- θα ήταν πρόθυμες να πληρώσουν τα έξοδα για κάτι τέτοιο.
Οι ερευνητές δίνουν το παράδειγμα ενός αρτοποιού. Ένας αρτοποιός ξοδεύει περίπου το 6% του χρόνου του ελέγχοντας την ποιότητα των τροφίμων, σύμφωνα με το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας των ΗΠΑ – κάτι που θα μπορούσε να αυτοματοποιηθεί από την AI. Ένα αρτοποιείο που απασχολεί πέντε αρτοποιούς που βγάζουν 48.000 $ ετησίως θα μπορούσε να εξοικονομήσει 14.000 $ εάν αυτοματοποιούσε τους ελέγχους ποιότητας. Αλλά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ένα AI σύστημα που φτιάχνεται από το μηδέν θα κόστιζε 165.000 $ για την ανάπτυξη και 122.840 $ ετησίως για τη συντήρηση του.
«Διαπιστώνουμε ότι μόνο το 23% των μισθών που καταβάλλονται στους ανθρώπους για την εκτέλεση τέτοιων εργασιών θα ήταν οικονομικά ελκυστικό να αυτοματοποιηθεί με AI», είπε ο Thompson. «Οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι η πιο οικονομική επιλογή, για να κάνουν αυτά τα μέρη της δουλειάς».
Η μελέτη λαμβάνει υπόψη τα αυτοεξυπηρετούμενα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που πωλούνται μέσω προμηθευτών όπως η OpenAI, που χρειάζεται μόνο να προσαρμοστούν σε συγκεκριμένες εργασίες – όχι να εκπαιδεύονται από την αρχή. Ωστόσο, ακόμη και με ένα σύστημα που κοστίζει μόλις 1.000 δολάρια, υπάρχουν πολλές θέσεις -αν και χαμηλού μισθού και εξαρτώμενες από πολλαπλές εργασίες- που δεν θα είναι οικονομικό να αυτοματοποιήσει μια επιχείρηση.
Η μελέτη έχει μια σειρά από περιορισμούς, τους οποίους οι ερευνητές παραδέχονται. Για παράδειγμα, δεν εξετ΄άζονται περιπτώσεις όπου η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να ενισχύσει αντί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη εργασία ή να δημιουργήσει νέες θέσεις και εργασίες που δεν υπήρχαν πριν. Επιπλέον, δεν λαμβάνει υπόψη όλες τις πιθανές εξοικονομήσεις κόστους που μπορούν να προκύψουν από μοντέλα όπως το GPT-4.