Το 2023, η κινητή τηλεφωνία συμπλήρωσε 30 χρόνια «παρουσίας» στην ελληνική αγορά. Τα smartphones, τα «έξυπνα» τηλέφωνα όπως φτάσαμε να τα λέμε, είναι πάντα μαζί μας, εξυπηρετώντας κάθε ανάγκη επικοινωνίας, και έχοντας ξεφύγει προ πολλού από το να αποτελούν συσκευές για απλή ανταλλαγή σύντομων μηνυμάτων ή φωνητικών κλήσεων. Σε αυτά τα 30 χρόνια, μαζί με τις συσκευές εξελίχθηκαν και τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, προσφέροντας ενισχυμένες ταχύτητες, καλύτερη κάλυψη, και συνεισφέροντας ποικιλοτρόπως στον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας.
Πρώτα βήματα στην Ελλάδα
Καθώς φτάναμε προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, κάπου στα 1987-1988, αρχίζει να ωριμάζει στην Ελλάδα η έννοια της κινητής τηλεφωνίας. Είναι τότε που θα ξεκινήσει η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός δοκιμαστικού διαγωνισμού, με στόχο την ανάπτυξη του πρώτου δικτύου. Σε αυτό το διαγωνισμό θα λάβουν μέρος επτά επιχειρηματικά σχήματα: Intracom – Racal, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, GTE, British Telecom, France Telecom, Nordic Mobile Telephone και Telecom Italia. Η τεχνολογία που προτείνεται τότε να χρησιμοποιηθεί, είναι το σκανδιναβικό ΝΜΤ 600. Την ίδια στιγμή, η Racal Electronics (μητρική της Vodafone) προτείνει το δικό της E-TACS 900 (Εxtended Total Access Communication System) το οποίο λειτουργούσε ήδη στην Αγγλία με σημαντική επιτυχία. Εντούτοις, η προσπάθεια δεν θα προχωρήσει, καθώς είχε ήδη επικρατήσει η καθιέρωση του προτύπου GSM.
Οι εργασίες για την ανάπτυξη του GSM θα ξεκινήσουν το 1983, με στόχο τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού προτύπου για τις ψηφιακές κυψελωτές φωνητικές τηλεπικοινωνίες, όταν η Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Διοικήσεων Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών θα δημιουργήσει την επιτροπή Groupe Special Mobile (GSM), και αργότερα θα σχηματίσει μία μόνιμη ομάδα τεχνικής υποστήριξης με έδρα το Παρίσι. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1987, 15 εκπρόσωποι από 13 ευρωπαϊκές χώρες θα υπογράψουν ένα μνημόνιο κατανόησης στην Κοπεγχάγη, για την ανάπτυξη ενός κοινού συστήματος κινητής τηλεφωνίας σε όλη την Ευρώπη. Παράλληλα εγκρίνονται και οι ευρωπαϊκοί κανόνες, ώστε να γίνει το GSM υποχρεωτικό πρότυπο, προσελκύοντας το επενδυτικό ενδιαφέρον μεγάλων τηλεπικοινωνιακών παρόχων.
Πίσω στην Ελλάδα, οι συνθήκες είχαν πλέον ωριμάσει. Άλλωστε με την καθιέρωση του GSM ως ευρωπαϊκού προτύπου, θα αποφασισθεί η συντονισμένη εισαγωγή του σε όλα τα κράτη μέλη της ευρωπαϊκής κοινότητας, με αρχική πρόβλεψη για το 1991, η οποία θα ολοκληρωθεί τελικά το 1993. Το πρόγραμμα προβλέπει την ταυτόχρονη εκχώρηση δύο αδειών κινητής τηλεφωνίας σε κάθε ευρωπαϊκό κράτος. Σε όλα τα κράτη μέλη θα εκχωρηθεί μία άδεια στον εθνικό τηλεπικοινωνιακό οργανισμό της εκάστοτε χώρας, και μία σε ιδιωτική εταιρεία. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1991, η ελληνική κυβέρνηση θα δημοσιεύσει την προκήρυξη για την προσέλκυση ενδιαφέροντος, με στόχο «την επιλογή επενδυτών οι οποίοι θα αναλάβουν την ανάπτυξη και λειτουργία δύο ψηφιακών GSM συστημάτων κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα».
Η συγκεκριμένη διαδικασία θα περάσει από διάφορες φάσεις, και θα προσελκύσει παγκόσμια προσοχή, αφού θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον 30 εταιρείες και κοινοπραξίες. Φτάνοντας στο Νοέμβριο του 1991, η ελληνική κυβέρνηση θα επιλέξει για την επόμενη φάση 18 κοινοπραξίες και εταιρείες, στις οποίες δεν θα συμπεριληφθεί ο ΟΤΕ, κάτι που προκαλεί αντιδράσεις, τόσο στους εργαζομένους του όσο και στην αντιπολίτευση. Αυτό, όπως θα γράψει η ιστορία, γίνεται αποσκοπώντας στην αύξηση του τιμήματος των δύο αδειών, με την κυβέρνηση να αποκλείει τον οργανισμό, ακόμη και από τη συμμετοχή του στον καθορισμό του ύψους των τελών διασύνδεσης, που όφειλαν να αποδίδουν οι εταιρίες για τη χρήση του υφιστάμενου δικτύου του. Το αποτέλεσμα ήταν τα τέλη διασύνδεσης, που προβλέπονταν στις άδειες λειτουργίας τους, να οριστούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Στις 16 Μαρτίου του 1992, θα ανακοινωθεί ότι είχαν υποβληθεί συνολικά εννέα προσφορές, ενώ τον Ιούνιο ότι προκρίνονταν οι έξι από αυτές. Στις 5 Αυγούστου του ίδιου έτους, θα γίνει γνωστό πως είχε επικρατήσει η κοινοπραξία της ιταλικής Stet (στην οποία μετείχε με ένα μικρό ποσοστό ο όμιλος Κοντομηνά), αλλά και η κοινοπραξία Panafon, όπου μετείχαν η βρετανική Vodafone (45%), η France Telecom (35%), η Intracom (10%) και η Data Bank (10%). Αξίζει να σημειωθεί πως στην τελευταία, την Data Bank, μέτοχοι ήταν η Intrasoft και ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη. Οι δύο κοινοπραξίες θα καταβάλουν το ποσό των 30 εκατομμυρίων δραχμών, εκάστη. Οι άδειες θα δοθούν επισήμως στις 30 Σεπτεμβρίου του 1992, και θα ξεκινήσει η ανάπτυξη των δικτύων, που θα λειτουργούσαν στη φασματική περιοχή των 900 MHz. Η Telestet (που θα αποτελέσει το εμπορικό σήμα της Stet) επιλέγει εξοπλισμό της Italtel και της Ericsson, ενώ η Panafon εξοπλισμό της Ericsson.
Telestet και Panafon κάνουν την αρχή
Το πρώτο τρίμηνο του 1993 θα χαρακτηριστεί από την έντονη διαμάχη μεταξύ των δύο εταιρειών και του ΟΤΕ, σε σχέση με τα τέλη διασύνδεσης. Η σχετική σύμβαση θα υπογραφεί τελικά στις 27 Μαρτίου, με το ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας που θα δημοσιευθεί την επόμενη ημέρα, να αναφέρει πως αυτό γίνεται υπό την προστασία των ΜΑΤ, και με απομονωμένους τους δημοσιογράφους. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα είναι έτοιμη να ξεκινήσει. Έχουμε πλέον φτάσει στα μέσα του καλοκαιριού, και οι δύο εταιρείες αρχίζουν την εμπορική εκμετάλλευση των δικτύων τους. Η Telestet θα κάνει την αρχή, στις 29 Ιουνίου του 1993, ενώ η Panafon θα ακολουθήσει την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους. Τους πρώτους μήνες του 1993, τα κινητά τηλέφωνα λειτουργούν μόνο στην Αττική και τα νησιά του Σαρωνικού, ενώ το κόστος τους ήταν απαγορευτικό για τους περισσότερους Έλληνες.
Οι συσκευές στοίχιζαν από 300 ως 400 χιλιάδες δραχμές, ενώ ο συνδρομητής καλούταν να πληρώσει 25.000 δραχμές ως έξοδα σύνδεσης, και ένα μηνιαίο πάγιο που έφτανε τις 10.000 δραχμές, με τα 30 δευτερόλεπτα κλήσης να χρεώνονται έναντι 47 δραχμών. Η Telestet θα ξεκινήσει με έναν service provider, τη Mobitel, ενώ η Panafon θα ακολουθήσει ένα διαφορετικό μοντέλο, με έξι service providers (Panavox, Palmaphone, Q-Phone, Viafon, Citicom, Ράδιο Κορασίδης Telecom). Όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, στην αρχή θα δοθεί έμφαση στην κάλυψη της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας, όπως επίσης της Εθνικής Οδού Πατρών-Αθηνών-Θεσσαλονίκης, ενώ η Panafon θα ολοκληρώσει μέσα σε λίγους μήνες την κάλυψη της Κρήτης. Το 1993 ο ίδιος πάροχος θα ξεκινήσει και υπηρεσίες περιαγωγής, αρχικά με τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ στο τέλος του έτους οι δύο τηλεπικοινωνιακές εταιρείες θα αρχίσουν να προσφέρουν υπηρεσίες προσωπικού τηλεφωνητή.
30 χρόνια συμφωνιών και αλλαγών
Φυσικά η ιστορία της κινητής στην Ελλάδα είδε πολλά deals, συμφωνίες και επιχειρηματικές εξελίξεις, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια. Στις 21 Δεκεμβρίου του 2020, η Panafon θα εξελιχθεί σε Panafon-Vodafone, και τα επόμενα χρόνια θα χρησιμοποιήσει το brand της Vodafone. Η Telestet από την άλλη, στις 3 Φεβρουαρίου του 2004, θα αλλάξει την εμπορική της ονομασία σε TIM, φέροντας τα αρχικά της μητρικής εταιρείας Telecom Italia Mobile. Στις 5 Ιουνίου του 2007, η TIM Ελλάς θα εξελιχθεί σε WIND Ελλάς, υπό την ιδιοκτησία του Οµίλου Weather Investments. Στις αρχές του 2023, η εταιρεία θα εξαγοραστεί από τη United Group και γίνεται Nova. Αξίζει να αναφερθεί πως ως TIM είχε εξαγοράσει την Q-Telecom, και ως Wind την Tellas. Σημειώνεται πως η Cosmote θα γίνει ο τρίτος παίκτης της αγοράς, τον Ιανουάριο του 1998. Τον Μάιο του 1997, η Telestet θα λανσάρει πρώτη στην Ελλάδα την υπηρεσία καρτοκινητής B Free, όπως και η Panafon, με το A La Carte. Στην Ελλάδα, μέχρι το 2018, λειτουργούσε δίκτυο MVNO η Cyta Hellas, νοικιάζοντας φάσμα αριθμών από τη Vodafone.
Στην αρχή της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα, οι εκτιμήσεις των «ειδικών» θα κάνουν λόγο για 200.000 συνδρομητές μέσα σε μία δεκαετία. Θα αποτύχουν παταγωδώς. 10 χρόνια μετά, λειτουργούσαν στη χώρα μας περίπου 11 εκατομμύρια συνδέσεις, που κάλυπταν το 100% του ελληνικού πληθυσμού, κάτι που έφερνε την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης, σε αναλογία πληθυσμού και κινητών τηλεφώνων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 221 του περιοδικού Infocom