Κατά τη διάρκεια μιας σειράς συναντήσεων με τους επικεφαλής αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών, η Ευρωπαία Επίτροπος για θέματα Ανταγωνισμού, Margrethe Vestager, υποστήριξε ότι η Apple και η Google θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον νόμο για τις ψηφιακές αγορές (Digital Markets Act – DMA).
Σε μια σειρά αναρτήσεων που δημοσίευσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η Vestager έδωσε μια εικόνα του περιεχομένου των συζητήσεων, οι οποίες περιλάμβαναν ξεχωριστές συνομιλίες με τον επικεφαλής της Apple, Tim Cook, τον διευθύνοντα σύμβουλο της Google, Sundar Pichai, τον επικεφαλής της Intel, Pat Gelsinger, αλλά και τον επικεφαλής της Qualcomm, Cristiano Amon.
Η Vestager σημείωσε ότι οι συναντήσεις με τον Cook και τον Pichai αφορούσαν στη συμμόρφωση με τον DMA, βάσει του οποίου τόσο η Apple όσο και η Alphabet πρέπει να υποβάλουν αρχικές εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητές τους, κάτι που θα πρέπει να γίνει έως τις 7 Μαρτίου.
Σε σχέση με την Apple, έθεσε την υποχρέωση να επιτραπεί η διάθεση εφαρμογών εκτός του ηλεκτρονικού της καταστήματος, ενώ για την Google αναφέρθηκε σε ζητήματα που σχετίζονται με τον «σχεδιασμό των οθονών επιλογής» και το λεγόμενο «self-preferencing».
Οι συζητήσεις κινήθηκαν, επίσης, γύρω από την κατάσταση των εν εξελίξει υποθέσεων ανταγωνισμού που έχει ξεκινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και που έχουν στο επίκεντρο τους δύο αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Vestager τόνισε ότι η συζήτηση με τον Amon επικεντρώθηκε γύρω από την αγορά των chip, αναφέροντας ότι αυτά τροφοδοτούν «κάτι περισσότερο από την ψηφιακή μας μετάβαση», με το οικοσύστημα των ημιαγωγών να θεωρείται κλειδί για την οικονομική ασφάλεια της ΕΕ.
Οι συνομιλίες με τον επικεφαλής της Intel περιστράφηκαν γύρω από τη φιλοδοξία της ΕΕ να επιτρέψει στην εταιρεία να συνεχίσει να επενδύει σε εγκαταστάσεις εντός του ευρωπαϊκού μπλοκ.
Σύμφωνα με τον DMA, οι εταιρείες με περισσότερους από 45 εκατομμύρια μηνιαίους ενεργούς χρήστες και κεφαλαιοποίηση 75 δισεκατομμυρίων ευρώ θεωρούνται «gatekeepers» και υποχρεούνται, για παράδειγμα, να καταστήσουν τις εφαρμογές μηνυμάτων διαλειτουργικές με τις ανταγωνιστικές, αφήνοντας, παράλληλα, τους χρήστες να αποφασίζουν ποια apps θα προεγκαθιστούν στις συσκευές τους.