Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για την «Ψηφιακή Δεκαετία 2030». Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους αυτής της στρατηγικής είναι η βελτίωση της συνδεσιμότητας, με υπηρεσίες 100 Mbps έως το 2025 και gigabit για όλα τα νοικοκυριά έως 2030. Σε νέα ανάλυση της Ookla, αναφέρεται πως οι στόχοι είναι πράγματι υψηλοί. Εντούτοις, «οι ευρυζωνικές υπηρεσίες μπορεί να υπόσχονται ταχύτητες άνω του 1 Gbps, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι οι χρήστες σπάνια βιώνουν αυτό το επίπεδο ταχύτητας».
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με την Ookla, ενώ το χάσμα μεταξύ των διαφημιζόμενων ταχυτήτων και των πραγματικών για υπηρεσίες gigabit είναι μεγάλο, οι ταχύτητες που πλησιάζουν τα 100 Mbps είναι πολύ πιο συνηθισμένες. Την ίδια στιγμή, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες παρουσιάζουν σημαντική πρόοδο στην παροχή ευρυζωνικών συνδέσεων υψηλής ταχύτητας. Η Δανία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ρουμανία έχουν ιδιαίτερα γρήγορες μέσες ταχύτητες λήψης, κυρίως λόγω των επενδύσεών που έχουν πραγματοποιήσει σε FTTH.
Όπως αναφέρεται, οι εναλλακτικοί πάροχοι (AltNets) «διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην επιτάχυνση της υιοθέτησης οπτικών ινών και στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι κύριοι πάροχοι υπηρεσιών Internet. Ο ρόλος τους ποικίλλει από χώρα σε χώρα και περιοχή». Επιπρόσθετα, τα ποσοστά απορρόφησης παραμένουν μια πρόκληση: με την ολοκλήρωση της διάθεσης οπτικών ινών σε πολλές χώρες, η εστίαση έχει πλέον μετατοπιστεί στην προώθηση των συνδρομών. Ωστόσο, «υπάρχουν προκλήσεις που εξακολουθούν να υφίστανται, όπως η απροθυμία των καταναλωτών και η ανάγκη για κίνητρα».
Σύμφωνα με το DESI 2023, το 55,08% των ευρωπαϊκών νοικοκυριών διαθέτουν συνδρομές σε σταθερές ευρυζωνικές υπηρεσίες με ταχύτητες τουλάχιστον 100 Mbps. Αν και αυτό το ποσοστό είναι σημαντικό και δείκτης της συνεχιζόμενης προόδου, «η περιοχή απέχει ακόμη πολύ από την επίτευξη του στόχου της για καθολική κάλυψη 100 Mbps έως το 2025. Ορισμένες χώρες, όπως η Ισπανία, η Σουηδία και η Ρουμανία, όπου πάνω από το 80% των νοικοκυριών έχουν εγγραφεί σε ευρυζωνικές συνδέσεις άνω των 100 Mbps, έχουν ήδη σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά στην κάλυψη οπτικών ινών». Ωστόσο, σε αυτές τις χώρες, υπάρχει ένα σημαντικό χάσμα μεταξύ της ταχύτητας στην οποία εγγράφονται τα νοικοκυριά και σε εκείνη που βλέπουν τα συστήματα της Ookla.
Όπως τονίζει η εταιρεία, «το σημαντικό χάσμα μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας υπογραμμίζει τη σημασία, όχι μόνο της ανάπτυξης δικτύων με δυνατότητα gigabit, αλλά και της τόνωσης της ζήτησης για αυτές τις υπηρεσίες. Οι πάροχοι πρέπει, επίσης, να δώσουν προσοχή στον εξοπλισμό οικιακής δικτύωσης. Η έρευνά έδειξε ότι σε αγορές όπου η παλαιού τύπου ευρυζωνική τεχνολογία (όπως DSL ή ομοαξονικό καλώδιο) αντικαθίσταται από προηγμένες συνδέσεις καλωδίων και οπτικών ινών, η απόδοση του Wi-Fi μπορεί να υστερεί σε σχέση με το ethernet. Οι ταχύτητες Wi-Fi κυμαίνονται συνήθως στο 30-40% του ethernet, υποδηλώνοντας την ανάγκη να επιταχυνθεί η υιοθέτηση πιο προηγμένων τεχνολογιών Wi-Fi και να βελτιστοποιηθεί το περιβάλλον του οικιακού δικτύου».
«Το fiber προσφέρει ανώτερες ταχύτητες, χαμηλότερη καθυστέρηση, βελτιωμένη ασφάλεια και περιβαλλοντική βιωσιμότητα – μια αξιοσημείωτη αναβάθμιση από τα χάλκινα δίκτυα και μια πορεία προς τα εμπρός για ορισμένους φορείς εκμετάλλευσης καλωδίων. Τα AltNets κάνουν βήματα προόδου στην προώθηση της ανάπτυξης οπτικών ινών σε όλη την Ευρώπη, ωθώντας προς τους φιλόδοξους στόχους της ΕΚ για την επίτευξη μιας κοινωνίας gigabit». Παρά την πρόοδο, υπογραμμίζει η Ookla, «εξακολουθούν να υπάρχουν εμπόδια στο να πειστούν οι καταναλωτές να μεταβούν πλήρως στις υπηρεσίες οπτικών ινών. Η κατανόηση της συμπεριφοράς των καταναλωτών, η προώθηση των πλεονεκτημάτων των φυσικών ινών και οι εμπνευσμένες πρωτοβουλίες, θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια. Ομοίως, πρέπει να συνεχιστούν οι επενδύσεις για να διατηρηθεί η Ευρώπη σε καλό δρόμο για την επίτευξη των στόχων συνδεσιμότητας της».