Την ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών υλοποίησης των έργων ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής & Επικοινωνιών), ειδικά αυτών που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, επισημαίνει στην συνέντευξη της στο InfoCom, η πρόεδρος του Συνδέσμου Πληροφορικής & Επικοινωνιών (ΣΕΠΕ), Γιώτα Παπαρίδου.
Όπως υπογραμμίζει, «αν θέλουμε πραγματικά να πετύχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα και τους στόχους μας για το Ταμείο Ανάκαμψης, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το όλο εγχείρημα όπως τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Πολλές φορές αποκάλεσαν οι πολιτικοί μας το RRF, σχέδιο Μάρσαλ. Ας το αντιμετωπίσουμε λοιπόν έτσι, για να μην χάσουμε πολύτιμους πόρους».
Προσθέτει πως στα τρία χρόνια που απομένουν για το Ταμείο Ανάκαμψης, έχει σημασία «να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο τα κονδύλια, απλοποιώντας διαδικασίες, αξιοποιώντας την εμπειρία μας ως τώρα. Και αυτό όλοι μαζί, ενωμένοι, με σύμπνοια, σαν μία γροθιά, με κοινή ομάδα εργασίας σε υψηλότατο κυβερνητικό επίπεδο, καθοδηγούμενη από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και το γραφείο του πρωθυπουργού».
Σχετικά με το πως προχωρά η ψηφιοποίηση του δημοσίου, η πρόεδρος του ΣΕΠΕ επισημαίνει πως «τώρα που πήραμε μπροστά, πρέπει να συνεχίσουμε να χτίζουμε ψηφιακές υποδομές και νοοτροπία, ακόμα πιο γρήγορα και στοχευμένα, σε όλους τους παραγωγικούς τομείς, από το τραπεζικό σύστημα έως την ενέργεια και την πράσινη παραγωγή, από την υγεία έως τις έξυπνες ψηφιακές πόλεις και την εργασία».
Στη συνέντευξή της που ακολουθεί, η κα. Παπαρίδου αναφέρεται επίσης στα προβλήματα του κλάδου, στην έλλειψη κατάλληλου επιστημονικού δυναμικού ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά και στην επιβάρυνση των τελικών καταναλωτών των προϊόντων ψηφιακής τεχνολογίας, με το τέλος για την εύλογη αμοιβή προς τους δημιουργούς, για τη νόμιμη αναπαραγωγή των έργων τους.
Υπογραμμίζει πως «πρόκειται για ένα ακόμη χαράτσι, το οποίο είναι πολλαπλάσιο των πραγματικών απωλειών των δημιουργών και επιβαρύνει. Η Ελλάδα έχει καταφέρει να πληρώνει τέλη από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Πληρώνουμε για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές 10 φορές μεγαλύτερο τέλος από ότι στην Ολλανδία!»
I.C.: Ποιο είναι σήμερα το αποτύπωμα του κλάδου της ψηφιακής τεχνολογίας;
Γ.Π.: Είναι ισχυρό και σημαντικό για την εθνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία, με περισσότερες από 4.600 επιχειρήσεις, 300.000 εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, και κύκλο εργασιών την τελευταία τριετία, 13,5 δισ. ευρώ ανά έτος. Ως ποσοστό αντιστοιχεί περίπου στο 8% του ΑΕΠ. Αυτό όμως που έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι η δυναμική του κλάδου.
Η μελέτη του ΣΕΠΕ, σε συνεργασία με την Deloitte, η οποία παρουσιάστηκε λίγο πριν την πανδημία, απέδειξε πως ανάπτυξη του κλάδου ΤΠΕ της τάξης του 5% θα συνεισφέρει στο Εθνικό ΑΕΠ συσωρευτικά για την επόμενη πενταετία 80 δισ. ευρώ, και 415.000 νέες θέσεις εργασίας. Στοιχεία τα οποία θα χαρακτήριζα ως ιδιαίτερα μετριοπαθή πλέον, με τα νέα δεδομένα.
Σήμερα η αναπτυξιακή δυναμική της ψηφιακής βιομηχανίας για τη χώρα είναι σαφώς ενισχυμένη, και σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία της μελέτης που έκανε η Deloitte για τον ΣΕΠΕ, ο κλάδος προχωρά με δυναμικό ρυθμό. Η προσδοκία είναι να ανακάμψουμε πλήρως μέχρι το 2025, επανερχόμενοι στο επίπεδο που είμασταν πριν την άνευ προηγουμένου δωδεκαετή κρίση.
I.C.: Η Κοινωνία της Πληροφορίας και άλλοι φορείς του δημοσίου, έχουν κληθεί να διεκπεραιώσουν μεγάλο αριθμό έργων, και σε πολλές περιπτώσεις με ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα. Πιστεύετε ότι χρειάζονται θεσμικές αλλαγές για να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, ως χώρα;
Γ.Π.: Με την ΚτΠ έχουμε μία εξαιρετική συνεργασία. Συμμετέχουμε άλλωστε με εκπρόσωπο του ΣΕΠΕ στο ΔΣ της εταιρείας από το 2004. Σε πολλές περιπτώσεις τα προηγούμενα χρόνια αναγκαστήκαμε ως ΣΕΠΕ να στηρίξουμε την εταιρεία, για να συνεχίσει να λειτουργεί και να αναπτύσσεται, επιτελώντας ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο για τη δημόσια διοίκηση.
Ο ΣΕΠΕ μάλιστα ήταν από τους υποστηρικτές της δημιουργίας της ΚτΠ από την αρχή, για την υποστήριξη όλων των φορέων του δημόσιου τομέα, οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν, προκηρύξουν και υλοποιήσουν μόνοι τους σημαντικά έργα και δραστηριότητες, τόσο για τους ίδιους όσο και για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, μέσω των διαφόρων προγραμμάτων κρατικών ενισχύσεων.
Αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο, το θέμα δεν αφορά μόνο στην ΚτΠ, αλλά σε όλες τις διαδικασίες και σχετικές νομοθεσίες του δημόσιου τομέα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να γίνουν σε αυτό τον τομέα, και ο ΣΕΠΕ είναι πάντα έτοιμος, με σχετικές παρεμβάσεις και προτάσεις, ανάλογα με το αντικείμενο.
Να τονίσω εδώ ότι η ΚτΠ είναι πολύ πιο σωστά τοποθετημένη, στην πλειοψηφία των θεμάτων που την αφορούν, σε σχέση με ολόκληρο σχεδόν τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα. Γι’ αυτό και όχι μόνο δεν είναι διστακτική στο να συνεργαστεί με τον ιδιωτικό τομέα και τον ΣΕΠΕ για την επίτευξη των στόχων, οι οποίοι βέβαια είναι και κοινοί, αλλά επιζητά αυτή τη συνεργασία.
I.C.: Εκτιμάτε ότι μπορούν να εκτελεστούν έργα ΤΠΕ 4,3 δισ. ευρώ, και ειδικά αυτά που αφορούν το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 2,1 δισ. ευρώ, έως το τέλος του 2026; Σας ανησυχεί το ενδεχόμενο να έχουμε ξανά φαινόμενα απαξίωσης έργων που ξεκίνησαν και έκαναν χρόνια για να ολοκληρωθούν, με αποτέλεσμα να μην έχουν πλέον νόημα, εξ αιτίας της προόδου της τεχνολογίας;
Γ.Π.: Πράγματι υπάρχουν έργα που έχουν απαξιωθεί κατά καιρούς, κυρίως γιατί από τον αρχικό σχεδιασμό μέχρι την υλοποίηση, έχουν μεσολαβήσει πολλά χρόνια. Μία τέτοια εξέλιξη δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στον κλάδο μας.
Αλλά, να σας πω κάτι, είναι καλύτερα να έχεις ένα έργο, ακόμη και αν κατά ένα ποσοστό έχει απαξιωθεί, από το να μην έχεις τίποτε.
Τα έργα και οι δράσεις ψηφιακών ενισχύσεων, είναι βασική συνιστώσα του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας, και είναι μεγάλη πρόκληση να εκμεταλλευτούμε στο 100% τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) το οποίο ολοκληρώνεται σε 3 περίπου χρόνια, αλλά και του ΕΣΠΑ.
Ωστόσο είναι αλήθεια ότι ο δρόμος τον οποίον ακολουθούμε για την υλοποίηση τους, είναι πάρα πολύ αργός και γεμάτος διαδικαστικά προβλήματα. Να σας αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι συμβάσεις του δημοσίου, οι οποίες εγκρίνονται από το ελεγκτικό συνέδριο, τον ανώτατο ελεγκτικό μηχανισμό της χώρας, πηγαίνουν μετά στις διαχειριστικές αρχές για προσυμβατικό έλεγχο!
Έχουμε ένα RRF το οποίο ολοκληρώνεται, δεν έχει παράταση, και δεν θα έχει συνέχεια, για να κάνουμε τις γνωστές γέφυρες του ΕΣΠΑ. Γι’ αυτό και με λύπη έχω αρχίσει και ξανακούω, όπως συμβαίνει προς το τέλος κάθε προγραμματικής περιόδου ΕΣΠΑ, ότι οι εταιρείες φταίνε που δεν θα υλοποιηθούν τα έργα, γιατί υποβάλλουν ενστάσεις και προσφυγές. Θα πρότεινα αυτό το «ανέκδοτο» να σταματήσει, γιατί εκτός του ότι είναι ατεκμηρίωτο, έχει παλιώσει και δεν πιάνει πια.
Αν θέλουμε πραγματικά να πετύχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα και τους στόχους μας για το Ταμείο Ανάκαμψης, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το όλο εγχείρημα όπως τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.
Πολλές φορές αποκάλεσαν οι πολιτικοί μας, το RRF, σχέδιο Μάρσαλ. Ας το αντιμετωπίσουμε λοιπόν έτσι, για να μη χάσουμε πολύτιμους πόρους.
Σημασία έχει, σε αυτά τα τρία χρόνια που απομένουν, να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο τα κονδύλια αυτά, απλοποιώντας διαδικασίες, αξιοποιώντας την εμπειρία μας ως τώρα, κ.ά. Και αυτό όλοι μαζί, ενωμένοι, με σύμπνοια, σαν μία γροθιά, με κοινή ομάδα εργασίας σε υψηλότατο κυβερνητικό επίπεδο, καθοδηγούμενη από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και το γραφείο του πρωθυπουργού.
I.C.: Συνοψίζοντας, είστε ικανοποιημένη από τον ρυθμό ψηφιοποίησης του δημοσίου τομέα;
Γ.Π.: Αρχικά θα ήθελα να σημειώσω πως πλέον ο ψηφιακός συντονισμός της χώρας στην 4η βιομηχανική επανάσταση είναι άμεση προτεραιότητα, και αυτό συνυπογράφεται πλέον από όλες τις πλευρές, σε εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο. Στη χώρα μας, σε σύντομο χρονικό διάστημα, πραγματοποιήσαμε ψηφιακά άλματα ετών, προτάσσοντας την ψηφιακή τεχνολογία ως βασικό πυλώνα ανάπτυξης και ευημερίας, και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα.
Μας βοήθησε βέβαια λίγο και ο κορωνοϊός σε αυτό, γιατί μπορέσαμε και αλλάξαμε διαδικασίες, οι οποίες διαφορετικά δεν θα άλλαζαν ποτέ, όπως το να έχουμε ψηφιακή εξουσιοδότηση και υπεύθυνη δήλωση.
Η περαιτέρω ενίσχυση του ψηφιακού μετασχηματισμού της πολιτείας με σύγχρονες ψηφιακές υποδομές, είναι πλέον ακόμη πιο επιτακτική.
Τώρα που πήραμε μπροστά, πρέπει να συνεχίσουμε να χτίζουμε ψηφιακές υποδομές και νοοτροπία, ακόμα πιο γρήγορα και στοχευμένα, σε όλους τους παραγωγικούς τομείς, από το τραπεζικό σύστημα έως την ενέργεια και την πράσινη παραγωγή, από την υγεία έως τις έξυπνες ψηφιακές πόλεις και την εργασία.
I.C.: Αντίστοιχα, τί θα λέγατε για τον ρυθμό ψηφιοποίησης του ιδιωτικού τομέα;
Γ.Π.: Παράλληλα, βασικός πυλώνας της μετάβασης αυτής, είναι και η ενίσχυση του ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρήσεων. Είναι βασική παράμετρος για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους, για την ανάπτυξη νέων καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών, τη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας, και παράγοντας προστιθέμενης αξίας. Η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρήσεων, και η ενδυνάμωση των ψηφιακών δεξιοτήτων εργαζομένων και πολιτών, πρέπει να προωθηθεί άμεσα.
Σε αυτό το πλαίσιο, βρισκόμαστε σε συνεργασία με το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση δράσεων ψηφιακής αναβάθμισης επιχειρήσεων με την αξιοποίηση ψηφιακών τεχνολογιών, παρέχοντας κίνητρα αλλά και την τεχνογνωσία για την τάχιστη εκπαίδευση και εξοικείωση τους, με τα πλεονεκτήματα που παρέχει η τεχνολογία.
Την ίδια στιγμή, κινούμαστε και στην κατεύθυνση του εμπλουτισμού των ψηφιακών δεξιοτήτων των εργαζομένων. Με προγράμματα κατάρτισης, είτε με φυσική παρουσία ή με τηλεκπαίδευση, με παροχή κινήτρων και διαρκή ενημέρωση. Είναι κρίσιμο τα παραπάνω να ενταθούν και να προχωρήσουν άμεσα, ώστε να μπορούν να απολαύσουν τα οφέλη της τεχνολογίας όλοι και παντού, χωρίς αποκλεισμούς.
I.C.: Ποια είναι τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η αγορά;
Γ.Π.: Πρώτον, θα ήθελα να σημειώσω πως την τελευταία τριετία ο κλάδος έχει στηρίξει, και συνεχίζει να στηρίζει, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και των παραγωγικών κλάδων, αλλά και της κοινωνίας. Πλέον όμως βρισκόμαστε ήδη σε μία νέα φάση, αυτή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, όπου πρέπει να κινηθούμε με άλλες ταχύτητες, και οι προκλήσεις για τον κλάδο μας είναι πολλές.Πρώτη απ’ όλες, θα έλεγα πως είναι η στελέχωση των επιχειρήσεων, τόσο του κλάδου μας, όσο και των υπόλοιπων παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, με το κατάλληλο επιστημονικό δυναμικό ψηφιακής τεχνολογίας, το οποίο σε σύντομο χρονικό διάστημα θα κάνει τη μεγάλη διαφορά για την ψηφιακή ανάπτυξη της χώρας, και τη μεγάλη φυγή προς τα μπρος.
Υπάρχει σοβαρή έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, και χρειάζεται να κινηθούμε άμεσα, όλοι μαζί, με συνεργασία, για την κάλυψη αυτού του κενού. Σύμφωνα με εξειδικευμένη μελέτη που πραγματοποιήσαμε από κοινού, Deloitte και ΣΕΠΕ το 2022, το 85% των ελληνικών επιχειρήσεων θεωρεί πως η ελληνική αγορά εργασίας αντιμετωπίζει έλλειψη ειδικών στις Τεχνολογίες Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Στην ίδια μελέτη, η εκτίμηση της επιπλέον ζήτησης που αναμένεται να μην καλύπτεται από τη διαθέσιμη προσφορά, ανέρχεται αυτή τη στιγμή κατά μέσο όρο σε 7.500 άτομα ετησίως για την περίοδο 2023-2030, αφού η ζήτηση υπολογίζεται σε 15.000 – 16.000 ειδικούς ΤΠΕ, και η εκτιμώμενη προσφορά ανέρχεται σε μόλις 8.000 ειδικούς. Ετησίως, η αύξηση που αναμένουν οι ελληνικές επιχειρήσεις όλων των κλάδων της ελληνικής οικονομίας, σε εργαζόμενους στις Τεχνολογίες Πληροφορικής & Επικοινωνιών, είναι της τάξης του 7,5% – 8%. Επομένως, σωρευτικά, η Ελλάδα θα χρειαστεί, με βάση τα σημερινά δεδομένα, 120.000 – 140.000, ειδικούς στην ψηφιακή τεχνολογία έως το 2030, ενώ μέχρι τότε η προσφορά θα είναι της τάξης των 60.000 – 68.000 ειδικών στις ΤΠΕ.
I.C.: Τί κάνουμε γι’ αυτό;
Γ.Π.: Να σημειώσω κατ’ αρχάς ότι το τεράστιο αυτό θέμα, εκτός από τον κλάδο Ψηφιακής Τεχνολογίας, απασχολεί και όλους τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας.
Στο ΣΕΠΕ εργαζόμαστε ήδη για την επίλυση του. Έχουμε ξεκινήσει μία ιδιαίτερα σημαντική συνεργασία με την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕθΑΑΕ) και τους προέδρους των 37 σχολών ΤΠΕ των ελληνικών πανεπιστημίων, στην κατεύθυνση της βέλτιστης σύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας, και την καλύτερη προετοιμασία των αποφοίτων για ένταξη στην αγορά εργασίας.
Ταυτόχρονα, πιστεύουμε στην προσέλκυση περισσότερων νέων στο αντικείμενο της ψηφιακής τεχνολογίας, και στην επανεκπαίδευση ανέργων και ετεροαπασχολούμενων στο αντικείμενο μας. Αυτή τη στιγμή συζητάμε με τα Υπουργεία Παιδείας, Εργασίας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, για την υλοποίηση από τον ΣΕΠΕ ειδικών προγραμμάτων κατάρτισης για τους ανθρώπους αυτούς.
Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουν όλοι, μαθητές, φοιτητές, άνεργοι και ετεροαπασχολούμενοι, ότι σήμερα στον κλάδο μας, βρισκόμαστε στην κορυφή της αρνητικής ανεργίας, με ποσοστό περίπου – 8%, κάτι που συνεπάγεται άμεση επαγγελματική αποκατάσταση.
Ταυτόχρονα όμως απαιτούνται και τα άμεσα αντανακλαστικά από την πλευρά της πολιτείας, μέσω της παροχής κινήτρων, όπως για παράδειγμα φορολογικά, για να επιστρέψουν οι επιστήμονες στη χώρα μας, οι οποίοι αναγκάστηκαν να φύγουν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Δεύτερο κρίσιμο σημείο για τον κλάδο μας, είναι πως υπάρχουν φορές που αισθανόμαστε μόνοι μας στην προσπάθεια του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας, καθώς αντί η πολιτεία να ενθαρρύνει αυτό το μετασχηματισμό, θέτει προσκόμματα.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της επιβάρυνσης για την εύλογη αμοιβή προς τους δημιουργούς, για τη νόμιμη αναπαραγωγή των έργων τους από ιδιώτες, φυσικά πρόσωπα, για ιδιωτική χρήση.
Πρόκειται για ένα ακόμη χαράτσι, το οποίο είναι πολλαπλάσιο των πραγματικών απωλειών των δημιουργών, και επιβαρύνει τους τελικούς χρήστες – καταναλωτές των προϊόντων ψηφιακής τεχνολογίας.
Η Ελλάδα έχει καταφέρει να πληρώνει τέλη, από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Να πω ως παράδειγμα ότι πληρώνουμε για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές 10 φορές μεγαλύτερο τέλος απ’ ότι στην Ολλανδία!
Και όλα αυτά σε μία περίοδο, που οι καταναλωτές έχουν απωλέσει πάνω από το 40% της αγοραστικής τους δύναμης, λόγω της αλματώδους ακρίβειας σε απαραίτητα αγαθά ευρείας κατανάλωσης.
Αυτό το ψηφιακό χαράτσι, των 2%, 4% και 6%, υπολογίζεται πως κοστίζει πολλά εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο στους Έλληνες καταναλωτές, και δυστυχώς όχι μόνο.
Λόγω μη σωστής εφαρμογής του νόμου, το τέλος αυτό το πληρώνουν στην Ελλάδα, κατά παράβαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας, και οι επιχειρήσεις αλλά και το ελληνικό δημόσιο. Ως εκ τούτου, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και το ελληνικό δημόσιο, μπορούν (ειδικά το δημόσιο έχει νομική υποχρέωση) να ζητήσουν πίσω τα αχρεωστήτως καταβληθέντα.
Η επιβάρυνση αυτή πλήττει τον μεγάλο στόχο του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, και ταυτόχρονα αποτελεί καίριο πλήγμα στη διεθνή ανταγωνιστικότητα του κλάδου Τεχνολογιών Πληροφορικής & Επικοινωνιών.
I.C.: Πως τα πάνε οι ελληνικές εταιρείες στο εξωτερικό;
Γ.Π.: Ο κλάδος μας, δραστηριοποιείται σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να πούμε πως διαπρέπουμε στο εξωτερικό. Και αυτό γιατί είμαστε πραγματικά καλοί στο πεδίο της ψηφιακής τεχνολογίας. Διαθέτουμε και το ταλέντο, και τις επιχειρήσεις, και τη διεθνή αναγνώριση.
Στα παγκόσμια βραβεία «WITSA Global ICT Excellence Awards», στα οποία ο ΣΕΠΕ συμμετέχει ανελλιπώς τα τελευταία 16 χρόνια, οι ελληνικές εταιρίες πρωταγωνιστούν με 30 βραβεία, πολύ περισσότερα από πολλές αναπτυγμένες χώρες, οι οποίες θεωρούνται ψηφιακές υπερδυνάμεις.
Επιπλέον, σύμφωνα με το World Economic Forum Report, η διαθεσιμότητα εξειδικευμένων επιστημόνων του κλάδου, κατατάσσει τη χώρα 10η στον κόσμο, με τη Γερμανία 11η και την Αγγλία 17η.
Αυτούς τους επιστήμονες είναι στόχος μας να τους κρατήσουμε στον τόπο μας, προσπαθώντας παράλληλα, σε ένα ποσοστό, να αντιστρέψουμε τη «διαρροή μυαλών» σε «εισροή επιστημόνων». Να φέρουμε κάποιους από τους συμπολίτες μας πίσω.
I.C.: Πιστεύετε ότι μπορούμε, ως χώρα, να προσεγγίσουμε περισσότερες επενδύσεις από το εξωτερικό στην τεχνολογία;
Γ.Π.: Η απάντηση είναι ξεκάθαρα πως η χώρα μπορεί να διεκδικήσει τον ρόλο ενός «innovation tech hub» για την ευρύτερη περιοχή. Γιατί και μπορούμε, και θέλουμε.
Ήδη έχουν γίνει σημαντικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά μπορούμε να ενισχύσουμε αυτή τη δυναμική.
Αρχικά η χώρα πρέπει να δημιουργήσει άμεσα τις κατάλληλες προϋποθέσεις, με κίνητρα για επενδύσεις στην τεχνολογική καινοτομία, τόσο από νέες επιχειρήσεις όσο και από υφιστάμενες, που επενδύουν σε έρευνα & ανάπτυξη, δημιουργώντας κέντρα έρευνας & καινοτομίας.
Σε αυτό το σημείο όμως, θα πρέπει να τονίσουμε την αναγκαιότητα ενεργής υποστήριξης της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων του κλάδου. Τη συγκροτημένη και σχεδιασμένη ανάδειξη της βιομηχανίας ψηφιακής τεχνολογίας, με το «Brand Ελλάδα» ως ένα σύγχρονο «κόμβο καινοτομίας» διεθνώς. Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να δημιουργηθούν και οι κατάλληλες προϋποθέσεις, με κίνητρα για νέες επιχειρήσεις που παράγουν καινοτομία, αλλά και για υφιστάμενες επιχειρήσεις που επενδύουν σε έρευνα & ανάπτυξη. Τώρα είναι η μεγάλη ευκαιρία για να χτίσουμε μία σύγχρονη, ψηφιακή Ελλάδα!
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο τεύχος 218 του περιοδικού Infocom