Το Βρετανικό Μουσείο, όπου εκτίθενται και τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, ανακοίνωσε σχέδια για ψηφιοποίηση ολόκληρης της συλλογής του, προκειμένου να αυξήσει την ασφάλεια και την πρόσβαση του κοινού, καθώς και για να «»αντιμετωπίσει», όπως φαίνεται, τις εκκλήσεις για επαναπατρισμό κάποιων εκθεμάτων.
Το έργο θα απαιτήσει τη μεταφόρτωση ή την ανανέωση 2,4 εκατ. εγγραφών και εκτιμάται ότι θα χρειαστούν πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί. Η ανακοίνωση του μουσείου ήρθε μετά την είδηση ότι 2.000 αντικείμενα είχαν κλαπεί από ένα πρώην μέλος του προσωπικού. Περίπου 350 έχουν ανακτηθεί μέχρι στιγμής και τον περασμένο μήνα το μουσείο προχώρησε σε δημόσια έκκληση για βοήθεια.
«Μετά την ανακάλυψη ότι έχουν κλαπεί αντικείμενα από τη συλλογή, λάβαμε μέτρα για να βελτιώσουμε την ασφάλεια και είμαστε πλέον βέβαιοι ότι μια κλοπή αυτού του είδους δεν μπορεί να ξανασυμβεί», δήλωσε ο προσωρινός διευθυντής, Mark Jones. «Πιστεύω ότι η πιο σημαντική απάντηση στις κλοπές είναι η αύξηση της πρόσβασης, επειδή όσο καλύτερα είναι γνωστή μια συλλογή –και όσο περισσότερο χρησιμοποιείται– τόσο πιο γρήγορα γίνονται αντιληπτές τυχόν απουσίες».
Το μουσείο ανακοίνωσε, επίσης, σχέδια για «βελτιωμένη πρόσβαση» στις αίθουσες μελέτης του, όπου τα μέλη του κοινού και οι ερευνητές μπορούν να δουν αντικείμενα από τη συλλογή του κατόπιν ραντεβού. Ως αποτέλεσμα των κλοπών, το Βρετανικό Μουσείο άλλαξε τους κανόνες που εφαρμόζει σε σχέση με την πρόσβαση στις «ισχυρές αίθουσες» του, χωρίς να επιτρέπεται πλέον σε κανέναν να μπει μόνος του.
Την ίδια ημέρα που το Βρετανικό Μουσείο ανακοίνωσε την πρωτοβουλία ψηφιοποίησης του, ο Jones και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, George Osborne, έδωσαν προφορικές καταθέσεις στην Επιτροπή Πολιτισμού, Μέσων και Αθλητισμού του κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα σχόλιά τους περιελάμβαναν μια εξήγηση για το πώς συνέβησαν οι κλοπές, οι αλλαγές πολιτικής που υιοθετήθηκαν ως αποτέλεσμα και το πώς το μουσείο θα χειρίζεται μελλοντικά τις καταγγελίες από πληροφοριοδότες.
Έδωσαν, επίσης, περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με τη στρατηγική του Βρετανικού Μουσείου για την ψηφιοποίηση της συλλογής του, που εκτιμάται πως θα φτάσει σε κόστος 10 εκατομμυρίων βρετανικών λιρών (11,4 εκατομμύρια ευρώ). «Δεν ζητάμε χρήματα από τον φορολογούμενο ή από την κυβέρνηση. Ελπίζουμε να το αναπτύξουμε ιδιωτικά», είπε ο Osborne.
Η αυξημένη ψηφιακή πρόσβαση στη συλλογή θα μπορούσε, επίσης, να αποτελέσει μέρος της στρατηγικής του μουσείου στα αιτήματα για επιστροφή ή επαναπατρισμό αντικειμένων – όπως συμβαίνει με την περίπτωση της Ελλάδας. «Μέρος της απάντησής μπορεί να είναι: “Είναι στη διάθεσή σας. Ακόμα κι αν δεν μπορείτε να επισκεφθείτε το μουσείο, μπορείτε να έχετε πρόσβαση σε αυτά ψηφιακά». Αυτό είναι ήδη διαθέσιμο -έχουμε έναν αρκετά καλό ιστότοπο- αλλά μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε ως μια στιγμή για να τον κάνουμε πολύ καλύτερο και πολύ πιο προσιτό», είπε ο Osborne.
Η είδηση των κλοπών ώθησε την Ελληνίδα Υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, να γράψει σε άρθρο της ότι «οι υπεύθυνοι του Μουσείου δεν φροντίζουν για την προστασία των συλλογών, ούτε λαμβάνουν τα προσήκοντα μέτρα ασφάλειας και φύλαξης. Η δήθεν προστασία που παρέχεται ήταν πάντα πλημμελής, ελλιπής και προβληματική ως προς τα αριστουργήματα του Φειδία». Όταν ρωτήθηκε για αυτήν την περιγραφή, ο Osborne είπε στην επιτροπή ότι βρισκόταν σε απευθείας συνομιλία με την ελληνική κυβέρνηση σχετικά με την επιθυμία να δημιουργηθεί μια «σωστή εταιρική σχέση».
«Αυτό θα σήμαινε ότι αντικείμενα από την Ελλάδα θα έρθουν εδώ –εκθέματα που δυνητικά δεν έχουν φύγει ποτέ από την Ελλάδα πριν και σίγουρα δεν έχουν παρουσιαστεί ποτέ σε αυτή τη χώρα– και θα σήμαινε ότι αντικείμενα από τη συλλογή του Παρθενώνα θα ταξίδευαν ενδεχομένως στην Ελλάδα», είπε.