Σύμφωνα με την έρευνα ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα 2023, ο τομέας του λογισμικού και των υπηρεσιών πληροφορικής εξακολουθεί να προσελκύει τη μερίδα του λέοντος των άμεσων ξένων επενδύσεων, με 20% του συνόλου. Στη δεύτερη θέση βρίσκονται οι επαγγελματικές υπηρεσίες και υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (13%), καταγράφοντας εντυπωσιακή αύξηση, κατά 27%. Σημαντικό, αλλά μειωμένο, μερίδιο των επενδύσεων κατευθύνθηκε στους τομείς του εξοπλισμού μεταφορών (8%), μεταφορών και logistics (7%) και μηχανολογικού εξοπλισμού (6%).
Την ίδια στιγμή, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των επενδύσεων στην έρευνα και ανάπτυξη εμφανίζεται μειωμένος κατά 7% το 2022, η συμμετοχή των έργων αυτών στο σύνολο των ΑΞΕ στην Ευρώπη, συμβαδίζει με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, του 10%. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ένα σημαντικό και αυξανόμενο ποσοστό των επενδύσεων αυτών, που ξεπερνά το 40%, κατευθύνθηκε στους τομείς λογισμικού και υπηρεσιών πληροφορικής, φαρμακευτικών και ιατρικού εξοπλισμού, και προηγμένης βιομηχανίας και κινητικότητας. Περίπου δύο στις τρεις από αυτές τις επενδύσεις προσέλκυσαν η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αξιολόγησαν, επίσης, την Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες, με βάση μια σειρά από κριτήρια που συνδέονται με τρεις κρίσιμους παράγοντες: τη βιώσιμη ανάπτυξη, την τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό. Σε όλους τους επιμέρους τομείς, η πλειοψηφία των ερωτώμενων εκτιμά ότι οι επιδόσεις της Ελλάδας κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα με αυτές των άλλων χωρών. Στα κριτήρια που συνδέονται με την τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό, η εικόνα είναι λιγότερο ενθαρρυντική, με τα ποσοστά όσων θεωρούν τις επιδόσεις της χώρας καλύτερες στα επιμέρους κριτήρια να βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτά που τις κρίνουν χειρότερες.
Ως προς τους τομείς όπου θα πρέπει να εστιάσει η χώρα για να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια οικονομία, οι ερωτώμενοι εξακολουθούν να προκρίνουν τρεις προτεραιότητες: τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (31%), τη μείωση της φορολογίας (28%) και την υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας (26%).
Γενικότερα, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μελέτη, σε ένα περιβάλλον παγκόσμιων οικονομικών προκλήσεων, η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, εξακολουθεί να ενισχύεται. 40% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν, σχεδιάζουν να επενδύσουν, ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου, ενώ 67% εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί περαιτέρω στα επόμενα τρία χρόνια – το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των υπό σύγκριση ευρωπαϊκών χωρών.
Σε ερώτηση προς τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη παρουσία στη χώρα, σχετικά με τους τομείς όπου αναμένουν να αυξήσουν το τρέχον επενδυτικό τους αποτύπωμα, κατά την επόμενη τριετία, στις πρώτες θέσεις βρέθηκαν οι υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (61%) και τα logistics (58%). Αντίθετα, μία στις τρεις επιχειρήσεις σκοπεύει να αυξήσει το αποτύπωμά της στον κρίσιμο τομέα της έρευνας και ανάπτυξης (R&D) στην Ελλάδα (33%), έναντι 64% στο σύνολο της Ευρώπης, ενώ 25%, μάλιστα, δήλωσαν ότι αναμένουν να το μειώσουν.
Σύμφωνα με το ΕΥ European Investment Monitor, μία εκτεταμένη βάση δεδομένων που επεξεργάζεται η ΕΥ, το 2022 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα 47 άμεσες ξένες επενδύσεις, έναντι 30 το 2021. Ο αριθμός αυτός, κατατάσσει, για πρώτη φορά, την Ελλάδα, στην πρώτη εικοσάδα μεταξύ των 48 χωρών που παρακολουθεί η έρευνα και αποτελεί, με διαφορά, την καλύτερη επίδοση από την έναρξη της παγκόσμιας σειράς ερευνών το 2000. Αθροιστικά, οι επενδύσεις της τελευταίας τριετίας αντιπροσωπεύουν το 35% του συνόλου των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία 23 χρόνια. Καταγράφεται, επίσης, πως ένα σημαντικό ποσοστό κατευθύνεται σε δραστηριότητες έντασης γνώσης με σχετικά υψηλή προστιθέμενη αξία και κλάδους, όπως του λογισμικού και υπηρεσιών πληροφορικής.
Δύο στις πέντε επιχειρήσεις (40%) σχεδιάζουν να επενδύσουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σταθερά τα τελευταία τρία χρόνια, από 28% το 2020, σε 34% το 2021 και 37% το 2022. Όπως και για την υπόλοιπη Ευρώπη, οι σημαντικότεροι οικονομικοί κίνδυνοι που επηρέασαν περισσότερο τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων για την Ελλάδα το 2023 ήταν ο πληθωρισμός και ο αντίκτυπός του στην καταναλωτική δαπάνη (50%), καθώς και η αύξηση των επιτοκίων και η περιοριστική νομισματική πολιτική (43%).
Το 60% των συμμετεχόντων αναφέρουν ότι η άποψή τους για την Ελλάδα, ως μία χώρα όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, έχει βελτιωθεί, με το 8% να εκτιμούν ότι έχει βελτιωθεί σημαντικά. Το συνολικό ποσοστό όσων διαπιστώνουν βελτίωση, είναι αυξημένο σε σχέση με το 2022 (58%), και το υψηλότερο από την έναρξη διεξαγωγής της έρευνας – με εξαίρεση το 2021, όταν είχε προσεγγίσει το 62%. Δύο στους τρεις ερωτηθέντες (67%) εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια.
Τρεις στους τέσσερις συμμετέχοντες στην έρευνα (76%) κρίνουν την πολιτική ελκυστικότητας της χώρας για την προσέλκυση επενδύσεων ως «πολύ» (16%) ή «σχετικά» (60%) αποτελεσματική, υποδηλώνοντας ότι η βελτίωση της ελκυστικότητας της Ελλάδας αποδίδεται από τους επενδυτές στην υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών, και όχι μόνο στη χρονική συγκυρία και τη λήξη μιας μακράς περιόδου οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας. Ωστόσο, η υψηλή αναλογία όσων χαρακτηρίζουν την πολιτική ελκυστικότητας της Ελλάδας ως «σχετικά» αποτελεσματική, υποδηλώνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης.