Η διαβούλευση για την τροποποίηση του Κανονισμού Γενικών Αδειών ολοκληρώθηκε με τη συμμετοχή των τριών τηλεπικοινωνιακών παρόχων, του Συνηγόρου του Καταναλωτή και μιας καταναλωτικής οργάνωσης.
Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) καλείται τις επόμενες μέρες να λάβει την τελική απόφαση για το αν θα επιτραπεί η τροποποίηση του Κανονισμού Γενικών Αδειών ώστε να δοθεί στους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους η δυνατότητα να προχωρήσουν στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή στις ισχύουσες συμβάσεις που έχουν με τους καταναλωτές «λόγω υπερβολικής και άνω του φυσιολογικού ρυθμού αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ), όπως καταγράφεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή».
Όπως εκτιμάται επί της ουσίας η τελική απόφαση θα ληφθεί από την κυβέρνηση, πιθανότατα από το ανώτερο δυνατό επίπεδο, δηλαδή το μέγαρο Μαξίμου. Πρόκειται για ένα δύσκολο θέμα. «Γράφει» άσχημα επικοινωνιακά εν μέσω της ακρίβειας, ειδικά στα είδη διατροφής.
Την ίδια στιγμή το κόστος των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών, ειδικά κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης αυξήθηκε σημαντικά, με τα στελέχη των εταιρειών να επισημαίνουν ότι είναι από τους ελάχιστους κλάδους που δεν δικαιούνται την τιμαριθμική αναπροσαρμογή.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι μεγάλοι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι, ΟΤΕ, Vodafone και Nova, έθεσαν υπόψη της κυβέρνησης το αίτημά τους για αλλαγή του Κανονισμού από το 2022 και μάλιστα στον ίδιο τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στην επιχειρηματολογία τους συμπεριλαμβάνουν και το θέμα των σημαντικών επενδύσεων που καλούνται να κάνουν σε δίκτυα νέας γενιάς με αυξημένο κόστος λόγω των ανατιμήσεων στα υλικά. Η κυβέρνηση πάντως είναι εκτεθειμένη απέναντι στους παρόχους και αυτό γιατί, όπως γνωρίζουν οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, μια τέτοια απόφαση δεν την λαμβάνει επί της ουσίας η ΕΕΤΤ. Το γεγονός ότι η Επιτροπή προχώρησε στη διαβούλευση σημαίνει ότι είχε ενημερώσει τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες και δεν εισέπραξε αντίρρηση στο να προχωρήσει.
Από την πλευρά του ο Συνήγορος του Καταναλωτή, όπως οφείλει, συμμετείχε στη διαβούλευση για να δηλώσει την έντονη αντίθεσή του στη δυνατότητα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στα συμβόλαια των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.
Μεταξύ άλλων στην παρέμβασή του τόνισε πως «οι προμηθευτές ειδικά στον τομέα των τηλεπικοινωνιών είναι μεγάλες εταιρείες – κολοσσοί για τα δεδομένα της εκάστοτε εγχώριας αγοράς που απασχολούν πλήθος εξειδικευμένων συνεργατών και διαθέτουν όλα εκείνα τα εργαλεία που τους δίνουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν οικονομικές προβλέψεις, να συντάσσουν προϋπολογισμούς και business plans και να διαμορφώνουν με βάση αυτά πολιτικές πωλήσεων, προσφορές κλπ, ώστε να περιορίζουν το επιχειρηματικό τους ρίσκο, επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας κατά κανόνα, σημαντικά κέρδη. Οι καταναλωτές, έχοντας απόλυτη ανάγκη ειδικά το συγκεκριμένο αγαθό της επικοινωνίας προστατεύονται από τους νόμους και από την επαγρύπνηση των Ρυθμιστικών Αρχών που οφείλουν να εποπτεύουν την ασφάλεια των συναλλαγών».
Ο Συνήγορος του Καταναλωτή προσθέτει επίσης ότι οι πάροχοι «καταρτίζοντας τις εκάστοτε προσφορές τους και συνάπτοντας με βάση αυτές συμβάσεις με τους καταναλωτές για διάστημα 12 ή 24 μηνών έχουν λάβει υπόψη τους όλα τα οικονομικά μοντέλα και όλες τις προβλέψεις, ο δε καταναλωτής άγεται στην επιλογή της εκάστοτε προσφοράς με βάση τον οικογενειακό του προϋπολογισμό για το διάστημα που καλείται να δεσμευτεί έναντι του προμηθευτή. Δεν νοείται η ανατροπή αυτής της ισορροπίας και μάλιστα σε μια μικρής χρονικής διάρκειας σύμβασης με την υποχρεωτική συμβατική πρόβλεψη κάποιας μεταβλητής τιμής, είτε πρόκειται για τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή είτε για οποιαδήποτε άλλη».