Sega. Ένα όνομα που προκαλεί νοσταλγία. Είναι η εταιρεία από την χώρα του ανατέλλοντος ηλίου η οποία, μαζί με την επίσης ιαπωνική Nintendo, μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον στα τέλη της δεκαετίας των 80s και στις αρχές των 90s. Γιατί θυμηθήκαμε την αγορά του gaming και μερικές (σημαντικές) ιαπωνικές εταιρείες; Γιατί μας τις έφερε στο μυαλό μια παρέα εκνευρισμένων πτηνών – που μάλλον δεν θα έχουν πια τόσα πολλά νεύρα.
Και αυτό γιατί η Sega -αν δεν «χαλάσει» κάτι στη σχετική συμφωνία- αναμένεται να δώσει 706 εκατομμύρια ευρώ για να εξαγοράσει τη φινλανδική εταιρεία που βρίσκεται πίσω από τίτλους όπως το Angry Birds, την Rovio Entertainment. Το ενδιαφέρον της Sega για αυτήν είναι κατανοητό, αφού τα video games της Rovio έχουν γίνει download πάνω από 5 δισεκατομμύρια φορές, ενώ το franchise του Angry Birds χρησιμοποιείται σε πολλά καταναλωτικά και ψυχαγωγικά προϊόντα – βλ. κουκλάκια, μπλουζάκια, καπελάκια κτλ.
Η Rovio, η οποία ιδρύθηκε το 2003, εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες «ιστορίες επιτυχίας» της ευρωπαϊκής τεχνολογικής αγοράς. Αν και έφτιαχνε δεκάδες παιχνίδια ακόμη και πριν την παρουσίαση του Android και του iOS, η επανάσταση που έφεραν τα smartphone εκτόξευσε τη δημοτικότητα και τα κέρδη της, με τα Angry Birds να εξελίσσονται σε παγκόσμια επιτυχία. Είναι χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με την ίδια, το Angry Birds αποτέλεσε το πρώτο mobile game που ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο downloads.
Είναι σαφές πως το κρίσιμο ζήτημα -και ο λόγος πίσω τέτοιες συμφωνίες- είναι η αγορά του mobile gaming. Κατά την ανακοίνωση του deal, η Sega ανέφερε πως η ευρύτερη αγορά των βιντεοπαιχνιδιών αναμένεται να φτάσει σε μέγεθος τα 263,3 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2026, με το mobile gaming να υπολογίζεται πως θα κατέχει το 56% αυτής της «πίτας». Άλλωστε, πρόσφατη έρευνα της data.ai έδειξε ότι οι mobile gamers ξοδεύουν 1,63 δισεκατομμύρια δολάρια και «κατεβάζουν» 1,2 δισεκατομμύρια τίτλους την εβδομάδα, παγκοσμίως. Διόλου ευκαταφρόνητα νούμερα.
Αν και δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε προηγούμενα επίπεδα, εκείνα που είχαν σημειωθεί στις αρχές της πανδημίας, οι gamers αναμένεται να ξεπεράσουν τα ποσά που είχαν μετρηθεί στο πρώτο τρίμηνο του 2020. Άλλωστε, τα παραπάνω έρχονται μετά από μια χρονιά που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η καλύτερη για το mobile gaming. Παγκοσμίως, η καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 6,31 δισ. δολάρια, στα 109,51 δισ. δολάρια, με πτώση 5%. Αυτή η κάμψη αντικατοπτρίστηκε στις παγκόσμιες αγορές, με τους καταναλωτές να ξοδεύουν σημαντικά λιγότερα χρήματα, σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια.
Η αγορά δείχνει να ανακάμπτει. Και όσο κι αν θεωρεί κάποιος πως το mobile gaming είναι για casual gamers, που δεν ασχολούνται σοβαρά με αυτό, τα ποσά που δαπανώνται είναι τεράστια. Και με τεχνολογίες όπως το cloud gaming, στο οποίο επενδύουν σοβαρά εταιρείες όπως η Microsoft, είναι βέβαιο πως ένας «μετασχηματισμός» θα το φέρει πιο κοντά στα «παραδοσιακά» βιντεοπαιχνίδια. Το Netflix, για παράδειγμα, που έχει μπει και στην αγορά του mobile gaming, πειραματίζεται με τρόπους που θα κάνουν προσβάσιμα τα games του και σε τηλεοράσεις, με ένα iPhone ως χειριστήριο.
Μια «σύγκλιση», βέβαια, που δεν βλέπουν όλοι με την ίδια οπτική. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο Shigeru Miyamoto, ο δημιουργός του Super Mario της Nintendo, «οι εφαρμογές για κινητά δεν θα είναι η κύρια διαδρομή των μελλοντικών παιχνιδιών Mario». «Όταν πραγματοποιούσαμε έρευνα για να φτιάξουμε παιχνίδια Mario για κινητά τηλέφωνα -που είναι μια πιο κοινή, γενική συσκευή- ήταν δύσκολο να καθορίσουμε ποια θα έπρεπε να είναι αυτά». Αν και η εταιρεία διαθέτει mobile games με τον Mario, μπορεί κανείς να πει πως αυτά «περιορίζονται» στον χειρισμό που προσφέρει μια οθόνη αφής.
Εν κατακλείδι, η αγορά του gaming έχει αποδείξει πως δεν αποτελεί «μια αστεία υπόθεση», έχοντας εξελιχθεί σε μια βιομηχανία με έσοδα δισεκατομμυρίων. Συνεπακόλουθα, εκείνο το κομμάτι της πίτας που ακούει στο όνομα «mobile gaming» καλείται να αποδείξει πως δεν αποτελεί ένα μέσο ψυχαγωγίας στο οποίο στρέφεται κάποιος όταν θέλει να σκοτώσει χρόνο στο… λεωφορείο, σε τίτλους που του ζητάνε συνεχώς in-game αγορές. Αρκεί, φυσικά, να μην αρκεστεί σε αυτό και η ίδια η αγορά. Και μας φέρει στο μυαλό εκείνο το «crash» που είχε συμβεί, κυρίως στις ΗΠΑ, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Infocom, στήλη Point of View, τεύχος 214