Στην άμεση ανάγκη συμμόρφωσης των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στους διαρκείς και μεταλλασσόμενους κινδύνους στον κυβερνοχώρο αναφέρθηκε στην εισήγησή του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, στο 2ο Banking Forum που διοργάνωσε την Τρίτη 16 Μαϊου το Ινστιτούτο Εσωτερικών Ελεγκτών Ελλάδας – IIA Greece στο Μέγαρο Καρατζά.
Κατά τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος «η ελληνική οικονομία έχει καταφέρει να σημειώσει σημαντική πρόοδο, μετά την κρίση χρέους, παρουσιάζοντας ισχυρή ανθεκτικότητα, ως αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης του τραπεζικου συστήματος και των μεταρρυθμίσεων. Η ανταγωνιστικότητα σε όρους σχετικών τιμών έχει βελτιωθεί σημαντικά από το 2010 και μετά, κάτι που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη μεταρρύθμιση του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου και της απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, ενώ μέσω των ξένων επενδύσεων εξασφαλίζονται η χρηματοδότηση της ανάπτυξης και η εισαγωγή καινοτόμων τεχνολογιών».
Ο ίδιος πρόσθεσε, επίσης, ότι οι τράπεζες, πλέον, έχουν εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους, ενώ οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διατηρούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα. Ωστόσο, παρά την πρόοδο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα προβλήματα, ανάμεσα στα οποία η γραφειοκρατία, η υστέρηση σε βασικές υποδομές, οι καθυστερήσεις στο κτηματολόγιο, η φοροδιαφυγή.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, καθήκον της επόμενης κυβέρνησης είναι, μεταξύ άλλων, η εξακολούθηση του πρόγραμματος μεταρρυθμίσεων, αλλά και η επιστροφή σε πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, με στόχο να διατηρηθεί η επενδυτική βαθμίδα που θα έχει θετική επίδραση σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Επιπρόσθετα, για τον επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο τραπεζικός τομέας έχει πραγματοποιήσει βήματα προοδου, οι προοπτικές είναι θετικές, παραμένουν όμως οι προκλήσεις, εν μέσω πιέσεων λόγω του πληθωρισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Όπως ανέφερε, η πρόσφατη αναταραχή στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ δείχνει τη σημασία που έχουν οι πρακτικές εσωτερικού ελέγχου, μαζί με ένα σύστημα εποπτείας, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, είναι προφανές ότι δεν ακολουθήθηκαν βασικές πρακτικές κινδύνου από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές. Ως εκ τούτου, η επιτυχημένη πρακτική διαχείρισης κινδύνων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνιστά μεγάλη πρόκληση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι είναι δεδομένο ότι η χρήση της τεχνολογίας έχει συμβάλει στην καλύτερη διαχείριση πόρων και στις δραστηριότητές των τραπεζών, ενώ παράλληλα η ψηφιακή μετάβαση έχει ως πλεονέκτημα το μειωμένο κόστος λειτουργίας και την άμεση πρόσβαση σε διαδικτυακές υπηρεσίες.
Ωστόσο, «οι κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο αλλάζουν διαρκώς, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αντιμετωπίσουν ένα ευρύ φάσμα απειλών. Είναι σημαντικό η επικοινωνία μεταξύ των τραπεζών να διεξάγεται με ασφαλή τρόπο, καθώς είναι πιθανό να ανακύψουν κίνδυνοι από τη διαδεδομένη μορφή καινοτόμων μορφών χρηματοπιστωτικών μέσων όπως είναι τα κρυπτοστοιχεία και η αποκεντρωμένη χρηματοδότηση» ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Η μετάβαση από την αλληλεπίδραση με τον πελάτη, στα διαδικτυακά κανάλια δημιουργεί μια σειρα προκλήσεων όσον αφορά τη συμμόρφωσή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με το θεσμικό πλαίσιο πρόληψης. Αυτές οι προκλήσεις απευθύνονται τόσο στην εποπτική αρχή που οφείλει να θωρακίσει το σύστημα, όσο και στις εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα που θα πρέπει να προσαρμόσουν τις επιχειρηματικές τους πρακτικές, προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές, αξιολογώντας παράλληλα και αντιμετωπίζοντας τους νέους και αναδυόμενους κινδύνους» υπογράμμισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εξάλλου, κατά όσα ανέφερε στην εισήγησή του ο κ. Στουρνάρας, η στρατηγική ψηφιακού μετασχηματισμού θα πρέπει να έχει την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και να υπάρχει εναρμόνιση μεταξύ της υπηρεσιακής στρατηγικής και της στρατηγικής της πληροφορικής.
Ως εκ τούτου, έκανε λόγο για ενέργειες που έχουν γίνει σε αυτό το πλαίσιο, όπως οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η λήψη δέσμης μέτρων από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης που στοχεύεουν σε μια εκ βάθρων αναδόμηση του συστήματος.
Ο διοικητής της ΤτΕ συνοψίζοντας, υπογράμμισε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να συμμορφωθούν στα νέα δεδομένα, αναπτύσσοντας τους κατάλληλους μηχανισμούς, με την πρακτική αντιμετώπισης των κινδύνων να προβλέπει στενή συνεργασία τόσο εντός του ίδιου του ιδρύματος, όσο και με τις εποπτικές αρχές, θωρακίζοντας την ασφάλεια και τη σταθερότητα όλου του συστήματος.