Ο κόσμος εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από το Διαδίκτυο για την άσκηση κοινωνικοοικονομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, η εργασία και η στέγαση, που η διαδικτυακή πρόσβαση θα πρέπει πλέον να θεωρείται βασικό ανθρώπινο δικαίωμα.
Όπως υποστηρίζει νέα μελέτη, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, η πρόσβαση στο Διαδίκτυο μπορεί να κάνει τη διαφορά σε σχέση με το εάν κάποιος θα λάβει εκπαίδευση, θα παραμείνει υγιής, θα βρει σπίτι και θα εξασφαλίσει εργασία. Ακόμα κι αν οι άνθρωποι είναι σε θέση να εντοπίσουν ευκαιρίες έξω από το διαδίκτυο, βρίσκονται σε συγκριτικό μειονέκτημα σε σχέση με εκείνους που έχουν πρόσβαση.
Δημοσιεύοντας τα ευρήματά του στο περιοδικό Politics, Philosophy & Economics, ο Dr Merten Reglitz, Λέκτορας Παγκόσμιας Ηθικής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, ζητά την θέσπιση ενός αυτόνομου ανθρώπινου δικαιώματος που θα αφορά αφορά στην πρόσβαση στο Διαδίκτυο – με βάση το ότι αποτελεί μια πρακτική αναγκαιότητα για μια σειρά κοινωνικοοικονομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο ίδιος ζητά από τις δημόσιες αρχές να παρέχουν δωρεάν πρόσβαση στο Διαδίκτυο σε όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να καλύψουν το σχετικό κόστος, να παρέχουν εκπαίδευση σε βασικές ψηφιακές δεξιότητες για όλους τους πολίτες και να προστατεύουν την online πρόσβαση από αυθαίρετες παρεμβολές από κράτη και ιδιωτικές εταιρείες.
Ο Δρ Reglitz σχολίασε: «Το Διαδίκτυο έχει μοναδική και θεμελιώδη αξία για την υλοποίηση πολλών δικαιωμάτων – επιτρέποντας στους χρήστες να υποβάλλουν αιτήσεις εργασίας, να στέλνουν ιατρικές πληροφορίες σε επαγγελματίες υγείας, να διαχειρίζονται τα οικονομικά και τις επιχειρήσεις τους, να πραγματοποιούν αξιώσεις κοινωνικής ασφάλισης και να υποβάλουν εκπαιδευτικές αξιολογήσεις».
«Η δομή του διαδικτύου επιτρέπει την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών, η οποία έχει τη δυνατότητα να συμβάλει στην πρόοδο της ανθρωπότητας στο σύνολό της – δυναμική που θα πρέπει να προστατευθεί και να αξιοποιηθεί με την κήρυξη της πρόσβασης στο Διαδίκτυο ως ανθρώπινο δικαίωμα».
Η έρευνα του Δρ Reglitz αναφέρεται, επίσης, σε παρόμοια προβλήματα για άτομα χωρίς πρόσβαση στο Διαδίκτυο στις αναπτυσσόμενες χώρες – για παράδειγμα, το 20 τοις εκατό των παιδιών ηλικίας 6 έως 11 ετών δεν πηγαίνουν σχολείο στην υποσαχάρια Αφρική. Πολλά από αυτά βρίσκονται αντιμέτωπα με μεγάλες διαδρομές για να φτάσουν στα σχολεία τους, όπου τα μεγέθη των τάξεων είναι συνήθως πολύ μεγάλα και βρίσκονται σε ερειπωμένα, ανθυγιεινά κτίρια, με ανεπαρκή αριθμό δασκάλων.
Ωστόσο, τα διαδικτυακά εκπαιδευτικά εργαλεία μπορούν να κάνουν τη διαφορά – επιτρέποντας στα παιδιά που ζουν μακριά από τα σχολεία να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους. Την ίδια στιγμή, περισσότεροι μαθητές μπορούν να διδαχθούν πιο αποτελεσματικά, εάν το διδακτικό υλικό είναι διαθέσιμο ψηφιακά και οι μαθητές δεν χρειάζεται να μοιράζονται τα βιβλία τους.
Για τους ανθρώπους στις αναπτυσσόμενες χώρες, η πρόσβαση στο Διαδίκτυο μπορεί, επίσης, να κάνει τη διαφορά στη λήψη επαρκούς επιπέδου υγειονομικής περίθαλψης. Τα ψηφιακά εργαλεία υγείας μπορούν να βοηθήσουν στη διάγνωση ασθενειών – για παράδειγμα, στην Κένυα, ένα φορητό κιτ εξέτασης ματιών που λειτουργεί μέσω smartphone έχει χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο της όρασης του πληθυσμού και τον εντοπισμό ατόμων που χρειάζονται θεραπεία, ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές που δεν εξυπηρετούνται από ιατρούς.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι άνθρωποι έρχονται συχνά αντιμέτωποι με την έλλειψη τραπεζικών υποκαταστημάτων και η πρόσβαση στο Διαδίκτυο καθιστά δυνατή την οικονομική ένταξη. Οι μικρές επιχειρήσεις μπορούν, επίσης, να συγκεντρώσουν χρήματα μέσω πλατφορμών crowdfunding – η Παγκόσμια Τράπεζα αναμένει ότι τα ποσά που συγκεντρώνονται στην Αφρική μέσω αυτού του τρόπου, θα αυξηθούν από 32 εκατομμύρια δολάρια το 2015 σε 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2025.