Υπάρχει μια άποψη η οποία υποστηρίζει πως αν δεν πληρώνεις για το προϊόν που χρησιμοποιείς, τότε γίνεσαι, εσύ ο ίδιος, το προϊόν. Επί της ουσίας, αυτό που θέλει να πει η συγκεκριμένη έκφραση -για να την φέρουμε και στον τεχνολογικό κόσμο- είναι πως αν δεν πληρώνεις για μια υπηρεσία ή εφαρμογή που χρησιμοποιείς, τότε αυτή χρησιμοποιεί άλλους τρόπους για να αποκομίσει κέρδος από εσένα – μέσω του περιεχομένου που προσφέρεις, των αλληλεπιδράσεων σου κτλ.
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνικών δικτύων και άλλων παρόμοιων υπηρεσιών. Επί της ουσίας, όλοι γνωρίζουμε και αναμένουμε, για παράδειγμα, πως το Facebook θα προσαρμόσει τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο που μας προβάλει, ώστε αυτό να είναι πιο κοντά στα ενδιαφέροντα μας, μέσω των στοχευμένων διαφημίσεων. Η συγκεκριμένη στρατηγική βρέθηκε και στο επίκεντρο αντιπαραθέσεων μεταξύ τεχνολογικών κολοσσών, όπως μετά τις αλλαγές που υιοθέτησε η Apple γύρω από την παρακολούθηση των χρηστών της.
Όμως, τα τελευταία χρόνια, κάτι φαίνεται πως αλλάζει στις υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης. Στα μέσα του 2019, το Facebook άλλαξε την κεντρική σελίδα του, όπου μπορούσε κανείς να δει, για πολλά χρόνια, την ενημέρωση πως η υπηρεσία ήταν «free» και θα παρέμενε για πάντα έτσι. Μετά την αλλαγή του κειμένου, βλέπαμε πως η εγγραφή στην υπηρεσία ήταν «quick and easy». Φυσικά, από τότε η κεντρική σελίδα έχει αλλάξει ξανά και έχει εκμοντερνιστεί. Πάντως, έναν χρόνο πριν την απομάκρυνση του «free», τον Απρίλιο του 2018, όταν ο Mark Zuckerberg κατέθετε στο αμερικανικό Κογκρέσο, θα υποστηρίξει πως «ναι, θα υπάρχει πάντα μια έκδοση του Facebook που θα είναι δωρεάν».
Αν και το παραπάνω αναφέρεται, σύμφωνα και με τα λεγόμενα του ίδιου, στις συζητήσεις που υπήρξαν για την ανάπτυξη μιας έκδοσης της υπηρεσίας χωρίς διαφημίσεις, φτάνοντας στο σήμερα βρίσκουμε κάτι διαφορετικό. Η Meta (που αποτελεί πλέον την μητρική που διαχειρίζεται το Facebook ως ξεχωριστή εταιρεία) προχώρησε στην έναρξη της δοκιμαστικής φάσης για ένα συνδρομητικό πακέτο χαρακτηριστικών, που φέρει την ονομασία Meta Verified. Το «πείραμα» ξεκίνησε από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, ώστε να εντοπιστεί ποια από τα χαρακτηριστικά του προσφέρουν την «περισσότερη αξία». Ο στόχος είναι να φτάσει και στον υπόλοιπο κόσμο, «σύντομα».
Τι προσφέρει αυτό; Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, έναντι 12 δολαρίων τον μήνα, οι χρήστες μπορούσαν να αποκτήσουν ένα σήμα επαλήθευσης στον λογαριασμό τους, περισσότερη προστασία από την πλαστοπροσωπία «με την προληπτική παρακολούθηση λογαριασμών για μιμητές που ενδέχεται να στοχεύουν άτομα με αυξανόμενο διαδικτυακό κοινό», βοήθεια από εκπρόσωπο της εταιρείας όταν ένας χρήστης αντιμετωπίσει προβλήματα με τον λογαριασμό του, «αυξημένη ορατότητα και προσέγγιση χρηστών μέσω εξέχουσας θέσης σε ορισμένα σημεία της πλατφόρμας», αλλά και κάποια αποκλειστικά χαρακτηριστικά «για να εκφραστείτε με μοναδικούς τρόπους».
Η συγκεκριμένη εξέλιξη έκανε την εμφάνιση της λίγες εβδομάδες μετά την παρουσίαση του Twitter Blue, το οποίο, έναντι 8 δολαρίων τον μήνα, προσφέρει το γνωστό μπλε τικ για το verification του χρήστη, τη δυνατότητα επεξεργασίας tweets, τη λειτουργία αναίρεσης αποστολής αναρτήσεων αλλά και μια σειρά άλλων χαρακτηριστικών. Μεταξύ αυτών, εντοπίζεται και η υπόσχεση πως η υπηρεσία θα παρουσιάζει «τις μισές διαφημίσεις» στους συνδρομητές αυτού του πλάνου, κάτι που αναμένεται σύντομα. Επί της ουσίας, όλο αυτό αποτελεί μια προσπάθεια του Elon Musk να αυξήσει τα έσοδα της εταιρείας – κάτι που έχει συνδυαστεί και με απολύσεις.
Τι φαίνεται να αλλάζει, λοιπόν, στην αγορά των εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης; Σύμφωνα με κάποιους, αυτό που αλλάζει είναι πως οι υπηρεσίες, μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο φαίνεται πως γίνεται πιο δύσκολο να παρουσιάσουν ισχυρά έσοδα από (στοχευμένες) διαφημίσεις και boosted posts, προσφέρουν έναντι συνδρομής χαρακτηριστικά που θα περίμενε κάποιος πως θα είναι δωρεάν. Για παράδειγμα, γιατί να πρέπει ένας χρήστης του Twitter να πληρώσει για να επεξεργαστεί το κείμενο που μόλις δημοσίευσε στην πλατφόρμα ή για να λάβει περισσότερη προστασία από περιπτώσεις πλαστοπροσωπίας στο Facebook;
Παράλληλα -και αυτό είναι κάτι με το οποίο σίγουρα συμφωνούμε- γιατί να πρέπει να πληρώσει, ένας ιδιώτης, ένας επαγγελματίας ή μια επιχείρηση, για να μπορέσει να δείξει στο προφίλ του πως είμαι πραγματικά εκείνος και όχι… κάποιος άλλος, αφού αυτό είναι κάτι που μπορεί να πιστοποιηθεί μέσω ενός εγγράφου, ταυτότητας ή ακόμη και πιστωτικής κάρτας; Και ακόμη, όταν κάποιος πληρώνει για να λάβει «αυξημένη ορατότητα και προσέγγιση χρηστών», επί της ουσίας δεν είναι σαν να πληρώνει για να διαφημιστεί; Δεν δημιουργείται ένα… μπλέξιμο, όταν τα post «απλών» χρηστών που πληρώνουν για να λάβουν το «verification», λαμβάνουν και περισσότερο reach;
Καθώς κάνουν την εμφάνιση τους ολοένα και περισσότεροι «διεκδικητές», που κατακτούν ολοένα και περισσότερα κοινά και κομμάτια της πίτας, είναι σαφές πως ο ανταγωνισμός θα αυξάνεται, όπως και η προσπάθεια για δημιουργία εσόδων. Και όλα αυτά, σε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οι «ψηφιακοί πολίτες» γίνονται πιο ευαίσθητοι για την ιδιωτικότητα και την προστασία των δεδομένων τους, σε μια αγορά που αφορά δισεκατομμύρια χρήστες, απασχολεί χιλιάδες υπάλληλους και βρίσκεται στο επίκεντρο της καθημερινότητας μας. Ακόμη κι αν μιλάμε για έναν ψηφιακό κόσμο, η επίδραση του στον φυσικό είναι τεράστια – και δεν θα πρέπει να γίνεται τερατώδης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Infocom, τεύχος Απριλίου 2023