Κεφάλαια ύψους 12 δισ. ευρώ προσέλκυσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις το 2022, μέσα από Εξαγορές και Συγχωνεύσεις, εκδόσεις εταιρικών ομολόγων, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και ιδιωτικοποιήσεις, καταγράφοντας το υψηλότερο ποσό ιστορικά. Έτσι, το 2022 αποτελεί χρονιά-σταθμό για τις ελληνικές επιχειρήσεις που αξιοποίησαν τη θετική δυναμική της οικονομίας παρά την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση αλλά και την άνοδο των επιτοκίων.
Όπως προκύπτει από τη σχετική μελέτη της PwC Ελλάδας, εντός του 2022 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 94 εξαγορές και συγχωνεύσεις συνολικής αξίας 10,4 δισ. ευρώ από 4,3 δισ. ευρώ το 2021. Ενδεικτικό της αλματώδους αύξησης είναι πως μόλις η αξία των πέντε μεγαλύτερων Ε&Σ κατά το 2022 ανήλθε σε 4,25 δισ. ευρώ, που ισοδυναμεί με το σύνολο των Ε&Σ που καταγράφηκαν το 2021.
Αντίστοιχα, το μέσο ύψος συναλλαγής ήταν 110 εκατ. ευρώ ενώ οι κλάδοι που πρωταγωνίστησαν ήταν αυτοί των Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών (26,2%), των Τροφίμων και Ποτών (22,9%), των Τηλεπικοινωνιών, ΜΜΕ και Τεχνολογίας (17,8%) και της Ενέργειας (10,8%).
Χαρακτηριστικό του νέου τοπίου που διαμορφώθηκε είναι ότι το 2022 ο αριθμός των Ε&Σ αυξήθηκε κατά 23,7% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ η μέση αξία της κάθε συναλλαγής αυξήθηκε κατά 54 εκατ. ευρώ, αντανακλώντας το ενδιαφέρον των επενδυτών για συναλλαγές μεγαλύτερου μεγέθους. Επιπλέον, η σημαντική αύξηση της μέσης αξίας των εισερχόμενων συναλλαγών αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στις ελληνικές επιχειρήσεις από τους ξένους επενδυτές.
Σε απόλυτους αριθμούς, το 2022 οι εισερχόμενες συναλλαγές ξεπέρασαν το ένα τρίτο του συνόλου, έχοντας παράλληλα τη μεγαλύτερη μέση αξία συναλλαγής, η οποία άγγιξε τα 203 εκατ. ευρώ. Συνολικά, οι ελληνικές επιχειρήσεις άντλησαν περίπου 6,2 δισ. ευρώ από ξένους επενδυτές σημειώνοντας αύξηση 227% συγκριτικά με το 2021 ενώ παράλληλα, αυξήθηκαν και οι εγχώριες συναλλαγές κατά 148%.
Στον αντίποδα, ασθενέστερη ήταν η δραστηριότητα στο σκέλος της έκδοσης εταιρικών ομολόγων ως απόρροια των υψηλότερων επιτοκίων της ενεργειακής κρίσης και του υψηλότερου επιπέδου πληθωρισμού, αντλώντας 530 εκατ. ευρώ μέσω τεσσάρων διαπραγματεύσιμων εταιρικών ομολόγων . Αντίστοιχα, οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου το 2022 ήταν περιορισμένες σε αριθμό (μόλις 6) αντλώντας κεφάλαια ύψους 489 εκατ. ευρώ, ενώ κατά τη διάρκεια του έτους πραγματοποιήθηκαν δύο Δημόσιες Εγγραφές (IPOs) και τέσσερις διαγραφές μετοχών από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Τα κρατικά έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις που συμφωνήθηκαν το 2022 ανήλθε συνολικά στα 595 εκατ. ευρώ και αφορά στην είσπραξη 516 εκατ. ευρώ από την πώληση του 100% της ΔΕΠΑ Υποδομών και την ανακήρυξη προτιμητέου επενδυτή στην πρώην αμερικανική βάση Γουρνών στην Κρήτη, έναντι τιμήματος 42,2 εκατ. ευρώ.
Στον χρηματοοικονομικό κλάδο, το 2022 χαρακτηρίστηκε από την πραγματοποίηση για πρώτη φορά συναλλαγών συνθετικών τιτλοποιήσεων, οι οποίες και συνδυάστηκαν με πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων σε διεθνή funds και carve-outs συστημικών τραπεζών. Αντίστοιχα, για το τρέχον έτος, σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, οι πωλήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων, συμπεριλαμβανομένων των συνθετικών τιτλοποιήσεων και των πωλήσεων τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή αγορά, αναμένεται να ξεπεράσουν σε λογιστική αξία τα 10 δισ. ευρώ.
Αναφορικά με το 2023, η μελέτη της PwC Ελλάδας προβλέπει πως οι εξαγορές και συγχωνεύσεις που θα ολοκληρωθούν εντός του έτους πιθανότατα να αγγίξουν τα επίπεδα του 2022, ως αποτέλεσμα ήδη συμφωνηθέντων συναλλαγών ή συναλλαγών που βρίσκονται σε τελικό στάδιο διαπραγματεύσεων.
Στο περιβάλλον αυτό, η PwC επιβεβαίωσε τον κυρίαρχο ρόλο της, καθώς για ακόμη μία φορά αναδείχθηκε πρώτη μεταξύ των χρηματοοικονομικών συμβούλων για Ε&Σ στην Ελλάδα βάσει αριθμού συναλλαγών, ενώ στην ίδια θέση βρέθηκε και το παγκόσμιο δίκτυο της PwC βάσει αξίας και αριθμού συναλλαγών.
Ο Θανάσης Πανόπουλος, Partner και επικεφαλής του τμήματος Deals της PwC Ελλάδας, σχολίασε: «Η αξία αλλά και ο αριθμός των εξαγορών και συγχωνεύσεων το 2022 κατέρριψε κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της οικονομίας, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση μιας σειράς συναλλαγών που είχαν δρομολογηθεί από το 2021, οδήγησε σε άκρως εντυπωσιακά αποτελέσματα. Και αυτό, σε πείσμα της αρνητικής συγκυρίας, λόγω της ταυτόχρονης αύξησης των τιμών της ενέργειας, του πληθωρισμού και των επιτοκίων.
Συγχρόνως, το αυξημένο ενδιαφέρον ξένων επενδυτών καταδεικνύει τη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές περιβάλλον, με τη χώρα μας να αποτελεί υψηλής διαβάθμισης επενδυτικό προορισμό. Αντίστοιχα, τμήμα της δυναμικής αυτής μεταφέρεται και στο τρέχον έτος, θέτοντας τις βάσεις για διατήρηση των υψηλών επιπέδων και εντός του 2023».
Ο Γιώργος Μακρυπίδης, Partner και επικεφαλής Corporate Finance της PwC Ελλάδας, σημείωσε: «Η δυναμική της αγοράς, ήταν εξαιρετικά έντονη το 2022, ως αποτέλεσμα τόσο εγχώριων όσο και διεθνών επενδύσεων. Ο κλάδος των Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών ήταν ο πρωταγωνιστής των ομολογουμένως εντυπωσιακών σε αριθμό και αξία συναλλαγών, ακολουθούμενος από τα Τρόφιμα και Ποτά, με τους δύο κλάδους να αντιστοιχούν αθροιστικά στο 50% περίπου της αξίας των συναλλαγών. Ακολουθούν οι Τηλεπικοινωνίες, η Τεχνολογία τα ΜΜΕ και η Ενέργεια, κλάδοι που αποτελούν και βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας. Οι ελληνικές επιχειρήσεις πλέον βρίσκονται στο στόχαστρο διεθνών επενδυτικών σχημάτων, που πραγματοποιούν σημαντικές τοποθετήσεις σε μια σειρά από δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, γεγονός που αποτυπώνεται και στη σημαντική αύξηση της μέσης αξίας των συναλλαγών θέτοντας αντίστοιχα τις βάσεις για μια εξίσου δυναμική πορεία εντός του 2023».