Νέο ρεκόρ ταχύτητας σημειώθηκε στη μετάδοση δεδομένων με χρήση μίας πηγής φωτός και ενός οπτικού chipset. Μηχανικοί κατάφεραν να μεταδώσουν δεδομένα με ταχύτητα 1,84 petabit ανά δευτερόλεπτο (Pbit/s), σχεδόν διπλάσια από την παγκόσμια κίνηση στο διαδίκτυο ανά δευτερόλεπτο.
Πόσο γρήγορο είναι αυτό; Αρκεί κανείς να σκεφτεί πως μια διαδικτυακή σύνδεση σε ένα σπίτι φτάνει σε μερικές εκατοντάδες megabit ανά δευτερόλεπτο, 1 gigabit ή ακόμη και 10 gigabit. 1 petabit είναι ένα εκατομμύριο gigabit. Αυτό είναι περισσότερο από 20 φορές πιο γρήγορο από το ESnet6, την επερχόμενη αναβάθμιση στο επιστημονικό δίκτυο που χρησιμοποιείται από τη NASA.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι αυτό το νέο ρεκόρ ταχύτητας σημειώθηκε χρησιμοποιώντας μία μόνο πηγή φωτός και ένα μόνο τσιπ. Σε αυτό το σύστημα, ένα υπέρυθρο λέιζερ εκπέμπεται σε ένα τσιπ το οποίο χωρίζει το φως σε εκατοντάδες διαφορετικές συχνότητες ή χρώματα. Τα δεδομένα μπορούν στη συνέχεια να κωδικοποιηθούν διαμορφώνοντας το πλάτος, τη φάση και την πόλωση καθεμιάς από αυτές τις συχνότητες, πριν συνδυαστούν σε μία δέσμη και διαβιβαστούν μέσω οπτικής ίνας.
Σε πειράματα, ερευνητές από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δανίας (DTU) και το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Chalmers χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη ρύθμιση για τη μετάδοση δεδομένων με ταχύτητα 1,84 Pbit/s, κωδικοποιημένα σε 223 κανάλια μήκους κύματος, σε μια οπτική ίνα μήκους 7,9 χιλιομέτρων που περιείχε 37 ξεχωριστούς πυρήνες. Συγκριτικά, το παγκόσμιο εύρος ζώνης του Διαδικτύου έχει εκτιμηθεί σε μόλις 1 Pbit/s, κάτι που σημαίνει ότι το σύστημα θα μπορούσε ενδεχομένως να τα χειριστεί ταυτόχρονα, με άφθονο περιθώριο ανάπτυξης.
Αυτή η ταχύτητα μετάδοσης δεδομένων υπερβαίνει κατά πολύ το προηγούμενο ρεκόρ των 1,02 Pbit/s, το οποίο είχε σημειωθεί μόλις τον περασμένο Μάιο. Ένα προηγούμενο σχέδιο οπτικού chipset, παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στη νέα μελέτη, διαχειριζόταν 44 terabit ανά δευτερόλεπτο στα μέσα του 2020.
Αλλά το νέο chip απέχει πολύ από το να σταματήσει να σπάει ρεκόρ, σύμφωνα με την ομάδα που βρίσκεται πίσω από την ανάπτυξη του. Χρησιμοποιώντας ένα υπολογιστικό μοντέλο για να κλιμακώσουν τη δυναμική μετάδοσης δεδομένων του συστήματος, οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι θα μπορούσε τελικά να φτάσει σε ταχύτητες έως και 100 Pbit/s.