Λιγότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν επαρκώς εξοικειωμένες με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, ενώ λιγότερες από τις μισές (49%), θεωρούν ότι είναι προετοιμασμένες για την πληθώρα των νέων απαιτήσεων που αναμένεται να επιφέρει. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από έρευνα που πραγματοποίησε η PwC μεταξύ 300 κορυφαίων στελεχών επιχειρήσεων σε 13 ευρωπαϊκές χώρες.
Η Πράσινη Συμφωνία στοχεύει στην προώθηση επενδύσεων σε τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα, στην μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και στη στροφή σε ενεργειακές πηγές μηδενικών ρύπων σε συνδυασμό με την εξοικονόμηση φυσικών πόρων και την καλύτερη προστασία των φυσικών οικοτόπων. Υιοθετήθηκε το Δεκέμβριο του 2019, και αναμένεται να επηρεάσει σχεδόν κάθε πτυχή του επιχειρείν. Υπό αυτό το πρίσμα, και προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις που διαμορφώνονται, οι επιχειρήσεις καλούνται να εντείνουν τις προσπάθειες του ESG μετασχηματισμού τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πράσινη Συμφωνία προβλέπει ακόμη ένα πλήθος νέων φόρων και συναφών μέτρων που αποσκοπούν στην χρηματοδότηση της φιλόδοξης ατζέντας αλλά και στην παροχή κινήτρων για την ανάληψη πράσινων δράσεων.
H μελέτη της PwC καταδεικνύει πως οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις είναι καλύτερα πληροφορημένες και προετοιμασμένες έναντι των προκλήσεων που έρχονται. Ακόμη όμως και αυτές παραδέχονται πως βρίσκονται στα πρώιμα στάδια κατανόησης της Πράσινης Συμφωνίας.
Ανάμεσα στα όσα προβλέπει η Πράσινη Συμφωνία, μεγαλύτερο αντίκτυπο στις επιχειρήσεις προβλέπεται να έχει η εφαρμογή του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (Carbon Border Adjustment Mechanism – CBAM) σε εισαγωγές προϊόντων με υψηλό αποτύπωμα άνθρακα. Ο μηχανισμός είναι σχεδιασμένος για να αποτρέψει τη διαρροή άνθρακα που συνεπάγεται η μεταφορά της παραγωγής με υψηλό αποτύπωμα άνθρακα σε χώρες εκτός Ευρώπης. Σύμφωνα με την έρευνα, ένας στους δύο (51%) δήλωσε ότι σχεδιάζει να μετεγκαταστήσει άμεσα, σημεία που θεωρούνται κομβικά σε επίπεδο εφοδιαστικής αλυσίδας με τη μεγάλη πλειονότητα αυτών, να σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις είτε εντός είτε προς χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Την ίδια στιγμή δύο στις τρεις επιχειρήσεις έχουν ήδη δεσμεύσει κεφάλαια και προτίθενται να αναλάβουν δράσεις σε βάθος πενταετίας με στόχο την υιοθέτηση μιας πιο βιώσιμης προσέγγισης στο λειτουργικό τους μοντέλο. Εντούτοις, οι εν λόγω δράσεις σχεδιάζονται και υλοποιούνται μεμονωμένα και δεν αποτελούν προϊόν στρατηγικού σχεδιασμού. Σε αυτό το πλαίσιο οι επιχειρήσεις φαίνεται να κατατάσσουν ψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων τους επενδύσεις στην καθαρή (78%) και πράσινη (60%) ενέργεια, στη μείωση απορριμμάτων και χρήσης πλαστικού (59%) και στον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (59%).
Επισημαίνεται ακόμη ότι ένα σημαντικό μέρος των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στους κλάδους της βιομηχανίας και των προμηθειών και στις οποίες αντιστοιχεί ένα μεγάλο μέρος των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, πραγματοποιεί ήδη σημαντικές βελτιώσεις σε επίπεδο εγκαταστάσεων, εξοπλισμού και διαδικασιών παραγωγής. Μεταξύ αυτών, ένα ποσοστό της τάξης του 70% αξιοποιεί ολοένα και περισσότερο καθαρή ενέργεια για την τροφοδότηση της λειτουργίας τους. Ταυτόχρονα, σχεδόν ένας στους δύο ερωτηθέντες θεωρεί ότι η εταιρεία του κινείται ενεργά προς την κατεύθυνση μείωσης του περιβαλλοντικού της αποτυπώματος ενώ ένας στους τρεις δηλώνει ότι αντισταθμίζει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα με πρωτοβουλίες βιωσιμότητας.
Στον αντίποδα, μόλις το 28% των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των μεταφορών ανέφεραν ότι αξιοποιούν επαρκώς καθαρές πηγές καυσίμων.
Ο Δημήτρης Σακίπης ESG Leader της PwC Ελλάδας ανέφερε: «To τελευταίο δωδεκάμηνο έχουν γίνει αλματώδη βήματα από τους οργανισμούς για την σε βάθος κατανόηση και προσαρμογή στις απαιτήσεις του ESG μετασχηματισμού. Με στόχο την ενίσχυση της βιωσιμότητάς τους, οι επιχειρήσεις αναλαμβάνουν δράσεις και τοποθετούν τα κριτήρια ESG στο επίκεντρο των επενδύσεων και της χρηματοδότησής τους. Είναι, ωστόσο, αναγκαίο αυτές οι δράσεις να αποτελούν μέρος της στρατηγικής και της λειτουργίας τους προκειμένου να δημιουργήσουν ουσιαστική, μακροπρόθεσμη αξία.»